Ancient Greek-English Dictionary Language

συνάλλαγμα

Third declension Noun; Neuter 자동번역 Transliteration:

Principal Part: συνάλλαγμα συνάλλαγματος

Structure: συναλλαγματ (Stem)

Etym.: from sunalla/ssw

Sense

  1. a mutual agreement, covenant, contract, dealings between men

Declension

Third declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • διὰ γὰρ τοῦτο τῆσ αὐτῆσ οὔσησ μεθόδου περὶ τὰ δημηγορικὰ καὶ δικανικά, καὶ καλλίονοσ καὶ πολιτικωτέρασ τῆσ δημηγορικῆσ πραγματείασ οὔσησ ἢ τῆσ περὶ τὰ συναλλάγματα, περὶ μὲν ἐκείνησ οὐδὲν λέγουσι, περὶ δὲ τοῦ δικάζεσθαι πάντεσ πειρῶνται τεχνολογεῖν, ὅτι ἧττόν ἐστι πρὸ ἔργου τὰ ἔξω τοῦ πράγματοσ λέγειν ἐν τοῖσ δημηγορικοῖσ καὶ ἧττόν ἐστι κακοῦργον ἡ δημηγορία δικολογίασ, ὅτι κοινότερον. (Aristotle, Rhetoric, Book 1, chapter 1 10:1)
  • ἀξιούντων δ’ οὔτε τῶν δανειστῶν οὐδὲν μέτριον ὑπομένειν οὔτε τῶν χρεωφειλετῶν ποιεῖν οὐδὲν δίκαιον, ἀλλὰ τῶν μὲν οὐδὲ τοὺσ τόκουσ ἀφιέναι, τῶν δὲ μηδὲ αὐτὰ τὰ συναλλάγματα διαλύειν· (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 6, chapter 22 3:1)
  • συνέβαινε γὰρ καὶ τὰ πρὸσ τούτουσ συναλλάγματα παρέλκεσθαι πολὺν ἤδη χρόνον. (Polybius, Histories, book 22, chapter 4 11:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION