συμπῑ́νω
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συμπῑ́νω
συμπῑ́ομαι
συνἔπιον
συμπέπωκα
συμπέπομαι
συνἐπόθην
형태분석:
συμ
(접두사)
+
πῑ́ν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 흡수하다, 빨아들이다
- 적시다, 우려내다
- I drink together
- I absorb
- I soak
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τέωσ μὲν οὖν ἐν τούτοισ καὶ ὁ Ἀγαθοκλῆσ ἐξητάζετο, καὶ συνῆν καὶ συνέπινεν αὐτοῖσ οὐ πάνυ χαίρων τῇ τοιαύτῃ διατριβῇ, καὶ ὁ Δεινίασ οὐδὲν αὐτὸν ἐντιμότερον εἶχεν τῶν κολάκων. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 12:6)
(루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 12:6)
- Πολύβιοσ δ’ ἐν τῇ ἕκτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν ἱστοριῶν καλεῖ αὐτὸν Ἐπιμανῆ καὶ οὐκ Ἐπιφανῆ διὰ τὰσ πράξεισ ̔ οὐ μόνον γὰρ μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων κατέβαινεν εἰσ ὁμιλίασ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τῶν παρεπιδημούντων ξένων καί τῶν εὐτελεστάτων συνέπινεν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 52 3:1)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 52 3:1)
- συνηκολούθει δὲ καὶ ἡ Νικαρέτη αὐτῇ, κατήγοντο δὲ παρὰ Κτησίππῳ τῷ Γλαυκωνίδου τῷ Κυδαντίδῃ, καὶ συνέπινεν καὶ συνεδείπνει ἐναντίον πολλῶν Νέαιρα αὑτηὶ ὡσ ἂν ἑταίρα οὖσα. (Demosthenes, Speeches 51-61, 36:2)
(데모스테네스, Speeches 51-61, 36:2)
- ὡσ δ’ ἀπηλλαγμένοι ἦσαν, οἱ παρόντεσ ἑκατέρῳ ἐπὶ τῇ διαίτῃ καὶ τοῖσ πράγμασιν, οἱο͂ν οἶμαι φιλεῖ γίγνεσθαι ἑκάστοτε, ἄλλωσ τε καὶ περὶ ἑταίρασ οὔσησ αὐτοῖσ τῆσ διαφορᾶσ, ἐπὶ δεῖπνον ᾖσαν ὡσ ἑκάτερον αὐτῶν, ὁπότε καὶ Νέαιραν ἔχοιεν, καὶ αὑτηὶ συνεδείπνει καὶ συνέπινεν ὡσ ἑταίρα οὖσα. (Demosthenes, Speeches 51-61, 74:1)
(데모스테네스, Speeches 51-61, 74:1)
- οὐ μόνον γὰρ μετὰ δημοτῶν ἀνθρώπων κατέβαινεν εἰσ ὁμιλίασ, ἀλλὰ καὶ μετὰ τῶν παρεπιδημούντων ξένων καὶ τῶν εὐτελεστάτων συνέπινεν. (Polybius, Histories, book 26, olymp. 151. res antiochi 1:2)
(폴리비오스, Histories, book 26, olymp. 151. res antiochi 1:2)
유의어
-
I drink together
-
흡수하다
-
적시다
파생어
- διαπίνω (to drink one against another, challenge at drinking)
- ἐκπῑ́νω (비우다, 배출하다)
- ἐμπίνω (to drink in, drink greedily, to drink greedily of)
- ἐπεκπίνω (to drink off after)
- ἐπιπίνω (to drink afterwards or besides, to drink after)
- καταπίνω (마시다, 받아들이다, 소비하다)
- πῑ́νω (마시다, 떠들썩하게 마시다, 마시고 놀다)
- προπίνω (담보잡히다, 저당잡히다, 헌신하다)
- συνεκπίνω (to drink off together)
- ὑποπίνω (to drink a little, drink moderately, to drink slowly)