Ancient Greek-English Dictionary Language

σύγκλητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: σύγκλητος σύγκλητον

Structure: συγκλητ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. called together, summoned
  2. specially summoned, a legislative body

Examples

  • ἐν ἐνίαισ γὰρ οὐκ ἔστι δῆμοσ, οὐδ’ ἐκκλησίαν νομίζουσιν ἀλλὰ συγκλήτουσ, καὶ τὰσ δίκασ δικάζουσι κατὰ μέροσ, οἱο͂ν ἐν Λακεδαίμονι τὰσ τῶν συμβολαίων δικάζει τῶν ἐφόρων ἄλλοσ ἄλλασ, οἱ δὲ γέροντεσ τὰσ φονικάσ, ἑτέρα δ’ ἴσωσ ἀρχή τισ ἑτέρασ. (Aristotle, Politics, Book 3 18:2)
  • πλείουσ δὲ ἐκκλησίασ συγκλήτουσ ἠναγκάζεσθε ἐκκλησιάζειν μετὰ φόβου καὶ θορύβου, ἢ τὰσ τεταγμένασ ἐκ τῶν νόμων· (Aeschines, Speeches, , section 724)

Synonyms

  1. called together

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION