Ancient Greek-English Dictionary Language

συγκατακλίνω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: συγκατακλίνω συγκατακλινῶ

Structure: συγ (Prefix) + κατα (Prefix) + κλίν (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to make to lie with, to lie together
  2. to lie on the same couch with, at table

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατακλίνω συγκατακλίνεις συγκατακλίνει
Dual συγκατακλίνετον συγκατακλίνετον
Plural συγκατακλίνομεν συγκατακλίνετε συγκατακλίνουσιν*
SubjunctiveSingular συγκατακλίνω συγκατακλίνῃς συγκατακλίνῃ
Dual συγκατακλίνητον συγκατακλίνητον
Plural συγκατακλίνωμεν συγκατακλίνητε συγκατακλίνωσιν*
OptativeSingular συγκατακλίνοιμι συγκατακλίνοις συγκατακλίνοι
Dual συγκατακλίνοιτον συγκατακλινοίτην
Plural συγκατακλίνοιμεν συγκατακλίνοιτε συγκατακλίνοιεν
ImperativeSingular συγκατακλίνε συγκατακλινέτω
Dual συγκατακλίνετον συγκατακλινέτων
Plural συγκατακλίνετε συγκατακλινόντων, συγκατακλινέτωσαν
Infinitive συγκατακλίνειν
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατακλινων συγκατακλινοντος συγκατακλινουσα συγκατακλινουσης συγκατακλινον συγκατακλινοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular συγκατακλίνομαι συγκατακλίνει, συγκατακλίνῃ συγκατακλίνεται
Dual συγκατακλίνεσθον συγκατακλίνεσθον
Plural συγκατακλινόμεθα συγκατακλίνεσθε συγκατακλίνονται
SubjunctiveSingular συγκατακλίνωμαι συγκατακλίνῃ συγκατακλίνηται
Dual συγκατακλίνησθον συγκατακλίνησθον
Plural συγκατακλινώμεθα συγκατακλίνησθε συγκατακλίνωνται
OptativeSingular συγκατακλινοίμην συγκατακλίνοιο συγκατακλίνοιτο
Dual συγκατακλίνοισθον συγκατακλινοίσθην
Plural συγκατακλινοίμεθα συγκατακλίνοισθε συγκατακλίνοιντο
ImperativeSingular συγκατακλίνου συγκατακλινέσθω
Dual συγκατακλίνεσθον συγκατακλινέσθων
Plural συγκατακλίνεσθε συγκατακλινέσθων, συγκατακλινέσθωσαν
Infinitive συγκατακλίνεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
συγκατακλινομενος συγκατακλινομενου συγκατακλινομενη συγκατακλινομενης συγκατακλινομενον συγκατακλινομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to make to lie with

  2. to lie on the same couch with

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION