헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συγκαθίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: συγκαθίζω συγκαθιζήσω

형태분석: συγ (접두사) + κατ (접두사) + ί̔ζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to make to sit together, to sit in conclave, meet for deliberation
  2. to sit with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθίζω

συγκαθίζεις

συγκαθίζει

쌍수 συγκαθίζετον

συγκαθίζετον

복수 συγκαθίζομεν

συγκαθίζετε

συγκαθίζουσιν*

접속법단수 συγκαθίζω

συγκαθίζῃς

συγκαθίζῃ

쌍수 συγκαθίζητον

συγκαθίζητον

복수 συγκαθίζωμεν

συγκαθίζητε

συγκαθίζωσιν*

기원법단수 συγκαθίζοιμι

συγκαθίζοις

συγκαθίζοι

쌍수 συγκαθίζοιτον

συγκαθιζοίτην

복수 συγκαθίζοιμεν

συγκαθίζοιτε

συγκαθίζοιεν

명령법단수 συγκαθίζε

συγκαθιζέτω

쌍수 συγκαθίζετον

συγκαθιζέτων

복수 συγκαθίζετε

συγκαθιζόντων, συγκαθιζέτωσαν

부정사 συγκαθίζειν

분사 남성여성중성
συγκαθιζων

συγκαθιζοντος

συγκαθιζουσα

συγκαθιζουσης

συγκαθιζον

συγκαθιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 συγκαθίζομαι

συγκαθίζει, συγκαθίζῃ

συγκαθίζεται

쌍수 συγκαθίζεσθον

συγκαθίζεσθον

복수 συγκαθιζόμεθα

συγκαθίζεσθε

συγκαθίζονται

접속법단수 συγκαθίζωμαι

συγκαθίζῃ

συγκαθίζηται

쌍수 συγκαθίζησθον

συγκαθίζησθον

복수 συγκαθιζώμεθα

συγκαθίζησθε

συγκαθίζωνται

기원법단수 συγκαθιζοίμην

συγκαθίζοιο

συγκαθίζοιτο

쌍수 συγκαθίζοισθον

συγκαθιζοίσθην

복수 συγκαθιζοίμεθα

συγκαθίζοισθε

συγκαθίζοιντο

명령법단수 συγκαθίζου

συγκαθιζέσθω

쌍수 συγκαθίζεσθον

συγκαθιζέσθων

복수 συγκαθίζεσθε

συγκαθιζέσθων, συγκαθιζέσθωσαν

부정사 συγκαθίζεσθαι

분사 남성여성중성
συγκαθιζομενος

συγκαθιζομενου

συγκαθιζομενη

συγκαθιζομενης

συγκαθιζομενον

συγκαθιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐπεὶ δὲ συνεκαθίζετο τὸ δικαστήριον, τότε δὴ κατηγορεῖτο τοῦ Ἰσμηνίου καὶ ὡσ βαρβαρίζοι καὶ ὡσ ξένοσ τῷ Πέρσῃ ἐπ’ οὐδενὶ ἀγαθῷ τῆσ Ἑλλάδοσ γεγενημένοσ εἰή καὶ ὡσ τῶν παρὰ βασιλέωσ χρημάτων μετειληφὼσ εἰή καὶ ὅτι τῆσ ἐν τῇ Ἑλλάδι ταραχῆσ πάσησ ἐκεῖνόσ τε καὶ Ἀνδροκλείδασ αἰτιώτατοι εἰε͂ν. (Xenophon, Hellenica, , chapter 2 40:3)

    (크세노폰, Hellenica, , chapter 2 40:3)

유의어

  1. to make to sit together

  2. to sit with

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION