헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στρατοπεδεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στρατοπεδεύω

형태분석: στρατοπεδεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 들어서다
  1. to encamp, bivouac, take up a position
  2. to be in camp, to be stationed

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρατοπεδεύω

(나는) 들어선다

στρατοπεδεύεις

(너는) 들어선다

στρατοπεδεύει

(그는) 들어선다

쌍수 στρατοπεδεύετον

(너희 둘은) 들어선다

στρατοπεδεύετον

(그 둘은) 들어선다

복수 στρατοπεδεύομεν

(우리는) 들어선다

στρατοπεδεύετε

(너희는) 들어선다

στρατοπεδεύουσιν*

(그들은) 들어선다

접속법단수 στρατοπεδεύω

(나는) 들어서자

στρατοπεδεύῃς

(너는) 들어서자

στρατοπεδεύῃ

(그는) 들어서자

쌍수 στρατοπεδεύητον

(너희 둘은) 들어서자

στρατοπεδεύητον

(그 둘은) 들어서자

복수 στρατοπεδεύωμεν

(우리는) 들어서자

στρατοπεδεύητε

(너희는) 들어서자

στρατοπεδεύωσιν*

(그들은) 들어서자

기원법단수 στρατοπεδεύοιμι

(나는) 들어서기를 (바라다)

στρατοπεδεύοις

(너는) 들어서기를 (바라다)

στρατοπεδεύοι

(그는) 들어서기를 (바라다)

쌍수 στρατοπεδεύοιτον

(너희 둘은) 들어서기를 (바라다)

στρατοπεδευοίτην

(그 둘은) 들어서기를 (바라다)

복수 στρατοπεδεύοιμεν

(우리는) 들어서기를 (바라다)

στρατοπεδεύοιτε

(너희는) 들어서기를 (바라다)

στρατοπεδεύοιεν

(그들은) 들어서기를 (바라다)

명령법단수 στρατοπέδευε

(너는) 들어서라

στρατοπεδευέτω

(그는) 들어서라

쌍수 στρατοπεδεύετον

(너희 둘은) 들어서라

στρατοπεδευέτων

(그 둘은) 들어서라

복수 στρατοπεδεύετε

(너희는) 들어서라

στρατοπεδευόντων, στρατοπεδευέτωσαν

(그들은) 들어서라

부정사 στρατοπεδεύειν

들어서는 것

분사 남성여성중성
στρατοπεδευων

στρατοπεδευοντος

στρατοπεδευουσα

στρατοπεδευουσης

στρατοπεδευον

στρατοπεδευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 στρατοπεδεύομαι

(나는) 들어서여진다

στρατοπεδεύει, στρατοπεδεύῃ

(너는) 들어서여진다

στρατοπεδεύεται

(그는) 들어서여진다

쌍수 στρατοπεδεύεσθον

(너희 둘은) 들어서여진다

στρατοπεδεύεσθον

(그 둘은) 들어서여진다

복수 στρατοπεδευόμεθα

(우리는) 들어서여진다

στρατοπεδεύεσθε

(너희는) 들어서여진다

στρατοπεδεύονται

(그들은) 들어서여진다

접속법단수 στρατοπεδεύωμαι

(나는) 들어서여지자

στρατοπεδεύῃ

(너는) 들어서여지자

στρατοπεδεύηται

(그는) 들어서여지자

쌍수 στρατοπεδεύησθον

(너희 둘은) 들어서여지자

στρατοπεδεύησθον

(그 둘은) 들어서여지자

복수 στρατοπεδευώμεθα

(우리는) 들어서여지자

στρατοπεδεύησθε

(너희는) 들어서여지자

στρατοπεδεύωνται

(그들은) 들어서여지자

기원법단수 στρατοπεδευοίμην

(나는) 들어서여지기를 (바라다)

στρατοπεδεύοιο

(너는) 들어서여지기를 (바라다)

στρατοπεδεύοιτο

(그는) 들어서여지기를 (바라다)

쌍수 στρατοπεδεύοισθον

(너희 둘은) 들어서여지기를 (바라다)

στρατοπεδευοίσθην

(그 둘은) 들어서여지기를 (바라다)

복수 στρατοπεδευοίμεθα

(우리는) 들어서여지기를 (바라다)

στρατοπεδεύοισθε

(너희는) 들어서여지기를 (바라다)

στρατοπεδεύοιντο

(그들은) 들어서여지기를 (바라다)

명령법단수 στρατοπεδεύου

(너는) 들어서여져라

στρατοπεδευέσθω

(그는) 들어서여져라

쌍수 στρατοπεδεύεσθον

(너희 둘은) 들어서여져라

στρατοπεδευέσθων

(그 둘은) 들어서여져라

복수 στρατοπεδεύεσθε

(너희는) 들어서여져라

στρατοπεδευέσθων, στρατοπεδευέσθωσαν

(그들은) 들어서여져라

부정사 στρατοπεδεύεσθαι

들어서여지는 것

분사 남성여성중성
στρατοπεδευομενος

στρατοπεδευομενου

στρατοπεδευομενη

στρατοπεδευομενης

στρατοπεδευομενον

στρατοπεδευομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστρατοπέδευον

(나는) 들어서고 있었다

ἐστρατοπέδευες

(너는) 들어서고 있었다

ἐστρατοπέδευεν*

(그는) 들어서고 있었다

쌍수 ἐστρατοπεδεύετον

(너희 둘은) 들어서고 있었다

ἐστρατοπεδευέτην

(그 둘은) 들어서고 있었다

복수 ἐστρατοπεδεύομεν

(우리는) 들어서고 있었다

ἐστρατοπεδεύετε

(너희는) 들어서고 있었다

ἐστρατοπέδευον

(그들은) 들어서고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐστρατοπεδευόμην

(나는) 들어서여지고 있었다

ἐστρατοπεδεύου

(너는) 들어서여지고 있었다

ἐστρατοπεδεύετο

(그는) 들어서여지고 있었다

쌍수 ἐστρατοπεδεύεσθον

(너희 둘은) 들어서여지고 있었다

ἐστρατοπεδευέσθην

(그 둘은) 들어서여지고 있었다

복수 ἐστρατοπεδευόμεθα

(우리는) 들어서여지고 있었다

ἐστρατοπεδεύεσθε

(너희는) 들어서여지고 있었다

ἐστρατοπεδεύοντο

(그들은) 들어서여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION