헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στοχάζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: στοχάζομαι στοχάσομαι ἐστοχασάμην ἐστόχασμαι

형태분석: στοχάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: sto/xos

  1. 찾다, 겨누다, 겨냥을 하다
  1. I aim for, shoot at
  2. (figuratively) I endeavor after, aim at

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἔστι δὲ καὶ ἄλλη ἐμβολὴ, ᾗ κατωμίζουσιν ἐσ ὀρθόν‧ μείζω μέντοι εἶναι χρὴ τὸν κατωμίζοντα, διαλαβόντα δὲ τὴν χεῖρα, ὑποθεῖναι τὸν ὦμον τὸν ἑωυτοῦ ὑπὸ τὴν μασχάλην ὀξύν‧ κἄπειτα ὑποστρέψαι, ὡσ ἂν ἐνίζηται ἕδρῃ, οὕτω στοχασάμενον ὅκωσ ἀμφὶ τὸν ὦμον τὸν ἑωυτοῦ κρεμάσαι τὸν ἄνθρωπον κατὰ τὴν μασχάλην‧ αὐτὸσ δὲ ἑωυτὸν ὑψηλότερον ἐπὶ τοῦτον τὸν ὦμον ποιεέτω, ἢ ἐπὶ τὸν ἕτερον‧ τοῦ δὲ κρεμαμένου τὸν βραχίονα πρὸσ τὸ ἑωυτοῦ στῆθοσ προσαναγκαζέτω ὡσ τάχιστα‧ ἐν τούτῳ δὲ τῷ σχήματι προσανασειέτω, ὁκόταν μετεωρίσῃ τὸν ἄνθρωπον, ὡσ ἀντιῤῬέποι τὸ ἄλλο σῶμα αὐτῷ, ἀντίον τοῦ βραχίονοσ τοῦ κατεχομένου‧ ἢν δὲ ἄγαν κοῦφοσ ἐῄ ὁ ἄνθρωποσ, προσεπικρεμασθήτω τούτου ὄπισθέν τισ κοῦφοσ παῖσ. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 4.1)

    (히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 4.1)

유의어

  1. I aim for

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION