Ancient Greek-English Dictionary Language

στέμβω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στέμβω

Structure: στέμβ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shake, agitate

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στέμβω στέμβεις στέμβει
Dual στέμβετον στέμβετον
Plural στέμβομεν στέμβετε στέμβουσιν*
SubjunctiveSingular στέμβω στέμβῃς στέμβῃ
Dual στέμβητον στέμβητον
Plural στέμβωμεν στέμβητε στέμβωσιν*
OptativeSingular στέμβοιμι στέμβοις στέμβοι
Dual στέμβοιτον στεμβοίτην
Plural στέμβοιμεν στέμβοιτε στέμβοιεν
ImperativeSingular στέμβε στεμβέτω
Dual στέμβετον στεμβέτων
Plural στέμβετε στεμβόντων, στεμβέτωσαν
Infinitive στέμβειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στεμβων στεμβοντος στεμβουσα στεμβουσης στεμβον στεμβοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στέμβομαι στέμβει, στέμβῃ στέμβεται
Dual στέμβεσθον στέμβεσθον
Plural στεμβόμεθα στέμβεσθε στέμβονται
SubjunctiveSingular στέμβωμαι στέμβῃ στέμβηται
Dual στέμβησθον στέμβησθον
Plural στεμβώμεθα στέμβησθε στέμβωνται
OptativeSingular στεμβοίμην στέμβοιο στέμβοιτο
Dual στέμβοισθον στεμβοίσθην
Plural στεμβοίμεθα στέμβοισθε στέμβοιντο
ImperativeSingular στέμβου στεμβέσθω
Dual στέμβεσθον στεμβέσθων
Plural στέμβεσθε στεμβέσθων, στεμβέσθωσαν
Infinitive στέμβεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στεμβομενος στεμβομενου στεμβομενη στεμβομενης στεμβομενον στεμβομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to shake

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION