- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

στέγασμα?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: stegasma 고전 발음: [떼가] 신약 발음: [때가]

기본형: στέγασμα στέγασματος

형태분석: στεγασματ (어간)

어원: στεγάζω

  1. 덮개, 지붕, 잎집, 톱
  1. anything which covers, a covering, a roof

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 στέγασμα

덮개가

στεγάσματε

덮개들이

στεγάσματα

덮개들이

속격 στεγάσματος

덮개의

στεγασμάτοιν

덮개들의

στεγασμάτων

덮개들의

여격 στεγάσματι

덮개에게

στεγασμάτοιν

덮개들에게

στεγάσμασι(ν)

덮개들에게

대격 στέγασμα

덮개를

στεγάσματε

덮개들을

στεγάσματα

덮개들을

호격 στέγασμα

덮개야

στεγάσματε

덮개들아

στεγάσματα

덮개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οἶκον δέ μοι δοκεῖς, ὦ Αἴσωπε, ταυτὶ τὰ πήλινα καὶ ξύλινα καὶ κεραμεᾶ στεγάσματα νομίζειν, ὥσπερ εἰ κοχλίαν ἡγοῖο τὸ κέλυφος, ἀλλὰ μὴ τὸ ζῷον, εἰκότως οὖν σοι γέλωτα παρέσχεν ὁ Σόλων, ὅτι τοῦ Κροίσου τὴν οἰκίαν κεκοσμημένην πολυτελῶς θεασάμενος οὐκ εὐθὺς ἀπεφήνατο τὸν κεκτημένον εὐδαιμόνως οἰκεῖν καὶ μακαρίως, ἅτε δὴ τῶν ἐν αὐτῷ μᾶλλον ἀγαθῶν ἢ τῶν παρ αὐτῷ βουλόμενος γενέσθαι θεατής: (Plutarch, Septem sapientium convivium, chapter, section 12 3:4)

    (플루타르코스, Septem sapientium convivium, chapter, section 12 3:4)

  • τῶν δὲ ἀλεξητηρίων τὰ μὲν στεγάσματα, τὰ δὲ σκεπάσματα: (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 136:3)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 136:3)

  • διφθέρας ἃς εἶχον στεγάσματα ἐπίμπλασαν χόρτου κούφου, εἶτα συνῆγον καὶ συνέσπων, ὡς μὴ ἅπτεσθαι τῆς κάρφης τὸ ὕδωρ: (Xenophon, Anabasis, , chapter 5 10:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 5 10:3)

유의어

  1. 덮개

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION