헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σκέπη

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σκέπη σκέπης

형태분석: σκεπ (어간) + η (어미)

어원: ske/pw

  1. 덮개, 피난처, 대피소
  2. 그늘, 빛깔
  3. 보호, 방어
  1. cover, shelter
  2. shade
  3. protection

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σκέπη

덮개가

σκέπᾱ

덮개들이

σκέπαι

덮개들이

속격 σκέπης

덮개의

σκέπαιν

덮개들의

σκεπῶν

덮개들의

여격 σκέπῃ

덮개에게

σκέπαιν

덮개들에게

σκέπαις

덮개들에게

대격 σκέπην

덮개를

σκέπᾱ

덮개들을

σκέπᾱς

덮개들을

호격 σκέπη

덮개야

σκέπᾱ

덮개들아

σκέπαι

덮개들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀρκεῖ μοι χλαίνησ λιτὸν σκέπασ, οὐδὲ τραπέζαισ δουλεύσω, Μουσέων ἄνθεα βοσκόμενοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 431)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 431)

  • λέκτρα μάτην μίμνοντα καὶ ἄπρηκτον σκέπασ εὐνῆσ ἄνθετο σοί, Μήνη, σὸσ φίλοσ Ἐνδυμίων, αἰδόμενοσ· (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 581)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 581)

  • Καυσίη, ἡ τὸ πάροιθε Μακηδόσιν εὔκολον ὅπλον, καὶ σκέπασ ἐν νιφετῷ, καὶ κόρυσ ἐν πολέμῳ, ἱδρῶ διψήσασα πιεῖν τεόν, ἄλκιμε Πείσων, Ἡμαθὶσ Αὐσονίουσ ἦλθον ἐπὶ κροτάφουσ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 3351)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 6, chapter 3351)

  • ἀλλ’ ὅτε δὴ ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο ἷξε νέων, τῇ δή οἱ ἐείσατο χῶροσ ἄριστοσ, λεῖοσ πετράων, καὶ ἐπὶ σκέπασ ἦν ἀνέμοιο, ἔγνω δὲ προρέοντα καὶ εὔξατο ὃν κατὰ θυμόν· (Homer, Odyssey, Book 5 45:9)

    (호메로스, 오디세이아, Book 5 45:9)

  • ἀλλὰ δότ’, ἀμφίπολοι, ξείνῳ βρῶσίν τε πόσιν τε, λούσατέ τ’ ἐν ποταμῷ, ὅθ’ ἐπὶ σκέπασ ἔστ’ ἀνέμοιο. (Homer, Odyssey, Book 6 18:10)

    (호메로스, 오디세이아, Book 6 18:10)

유의어

  1. 덮개

  2. 그늘

  3. 보호

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION