Ancient Greek-English Dictionary Language

πυγμαῖος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: πυγμαῖος πυγμαῖη πυγμαῖον

Structure: πυγμαι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: pugmh/ II

Sense

  1. a, long or tall, dwarfish, the Pygmies

Examples

  • Παπαῖ, ὦ Ἑρμότιμε, ἡλίκουσ ἡμᾶσ ἀποφαίνεισ, οὐδὲ κατὰ τοὺσ Πυγμαίουσ ἐκείνουσ, ἀλλὰ χαμαιπετεῖσ παντάπασιν ἐν χρῷ τῆσ γῆσ. (Lucian, 11:5)
  • καὶ περὶ τῆσ γεράνου δέ φησιν ὁ Βοῖοσ ὅτι ἦν τισ παρὰ τοῖσ Πυγμαίοισ γυνὴ διάσημοσ, ὄνομα Γεράνα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 49 2:3)
  • ἀγανακτήσασα οὖν ἡ Ἥρα εἰσ ἀπρεπῆ τὴν ὄψιν ὄρνιν μετεμόρφωσε πολέμιόν τε καὶ στυγητὴν κατέστησε τοῖσ τιμήσασιν αὐτὴν Πυγμαίοισ, γενέσθαι τε λέγει ἐξ αὐτῆσ καὶ Νικοδάμαντοσ τὴν χερσαίαν χελώνην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 49 3:1)
  • αἵματι Πυγμαίων ἡδομένη γέρανοσ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 3692)
  • μειωτικῶσ δέ, ὡσ ὁ Πυγμαῖοσ. (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. a'. ZHNWN 53:4)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION