Ancient Greek-English Dictionary Language

προχειρίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προχειρίζω προχειριῶ

Structure: προχειρίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to put into the hand, have ready at hand, taken in hand, undertaken
  2. to take into one's hand, prepare for oneself
  3. to choose, elect
  4. to determine

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχειρίζω προχειρίζεις προχειρίζει
Dual προχειρίζετον προχειρίζετον
Plural προχειρίζομεν προχειρίζετε προχειρίζουσιν*
SubjunctiveSingular προχειρίζω προχειρίζῃς προχειρίζῃ
Dual προχειρίζητον προχειρίζητον
Plural προχειρίζωμεν προχειρίζητε προχειρίζωσιν*
OptativeSingular προχειρίζοιμι προχειρίζοις προχειρίζοι
Dual προχειρίζοιτον προχειριζοίτην
Plural προχειρίζοιμεν προχειρίζοιτε προχειρίζοιεν
ImperativeSingular προχείριζε προχειριζέτω
Dual προχειρίζετον προχειριζέτων
Plural προχειρίζετε προχειριζόντων, προχειριζέτωσαν
Infinitive προχειρίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προχειριζων προχειριζοντος προχειριζουσα προχειριζουσης προχειριζον προχειριζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχειρίζομαι προχειρίζει, προχειρίζῃ προχειρίζεται
Dual προχειρίζεσθον προχειρίζεσθον
Plural προχειριζόμεθα προχειρίζεσθε προχειρίζονται
SubjunctiveSingular προχειρίζωμαι προχειρίζῃ προχειρίζηται
Dual προχειρίζησθον προχειρίζησθον
Plural προχειριζώμεθα προχειρίζησθε προχειρίζωνται
OptativeSingular προχειριζοίμην προχειρίζοιο προχειρίζοιτο
Dual προχειρίζοισθον προχειριζοίσθην
Plural προχειριζοίμεθα προχειρίζοισθε προχειρίζοιντο
ImperativeSingular προχειρίζου προχειριζέσθω
Dual προχειρίζεσθον προχειριζέσθων
Plural προχειρίζεσθε προχειριζέσθων, προχειριζέσθωσαν
Infinitive προχειρίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προχειριζομενος προχειριζομενου προχειριζομενη προχειριζομενης προχειριζομενον προχειριζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχειρίω προχειρίεις προχειρίει
Dual προχειρίειτον προχειρίειτον
Plural προχειρίουμεν προχειρίειτε προχειρίουσιν*
OptativeSingular προχειρίοιμι προχειρίοις προχειρίοι
Dual προχειρίοιτον προχειριοίτην
Plural προχειρίοιμεν προχειρίοιτε προχειρίοιεν
Infinitive προχειρίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προχειριων προχειριουντος προχειριουσα προχειριουσης προχειριουν προχειριουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προχειρίουμαι προχειρίει, προχειρίῃ προχειρίειται
Dual προχειρίεισθον προχειρίεισθον
Plural προχειριοῦμεθα προχειρίεισθε προχειρίουνται
OptativeSingular προχειριοίμην προχειρίοιο προχειρίοιτο
Dual προχειρίοισθον προχειριοίσθην
Plural προχειριοίμεθα προχειρίοισθε προχειρίοιντο
Infinitive προχειρίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προχειριουμενος προχειριουμενου προχειριουμενη προχειριουμενης προχειριουμενον προχειριουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἐγὼ δ’ ἵν’ εἰσ ἀγοράν γε τὰ σκεύη φέρω, προχειριοῦμαι κἀξετάσω τὴν οὐσίαν. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, pnigos 1:11)

Synonyms

  1. to take into one's hand

  2. to choose

  3. to determine

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION