헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προυφαιρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προυφαιρέω προυφαιρήσω

형태분석: προ (접두사) + ὑπ (접두사) + αἱρέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 얻다, 획득하다, ~주변을 돌아다니다, 알아듣다, 먹다
  1. to filch beforehand, get, held, before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυφαίρω

(나는) 얻는다

προυφαίρεις

(너는) 얻는다

προυφαίρει

(그는) 얻는다

쌍수 προυφαίρειτον

(너희 둘은) 얻는다

προυφαίρειτον

(그 둘은) 얻는다

복수 προυφαίρουμεν

(우리는) 얻는다

προυφαίρειτε

(너희는) 얻는다

προυφαίρουσιν*

(그들은) 얻는다

접속법단수 προυφαίρω

(나는) 얻자

προυφαίρῃς

(너는) 얻자

προυφαίρῃ

(그는) 얻자

쌍수 προυφαίρητον

(너희 둘은) 얻자

προυφαίρητον

(그 둘은) 얻자

복수 προυφαίρωμεν

(우리는) 얻자

προυφαίρητε

(너희는) 얻자

προυφαίρωσιν*

(그들은) 얻자

기원법단수 προυφαίροιμι

(나는) 얻기를 (바라다)

προυφαίροις

(너는) 얻기를 (바라다)

προυφαίροι

(그는) 얻기를 (바라다)

쌍수 προυφαίροιτον

(너희 둘은) 얻기를 (바라다)

προυφαιροίτην

(그 둘은) 얻기를 (바라다)

복수 προυφαίροιμεν

(우리는) 얻기를 (바라다)

προυφαίροιτε

(너희는) 얻기를 (바라다)

προυφαίροιεν

(그들은) 얻기를 (바라다)

명령법단수 προυφαῖρει

(너는) 얻어라

προυφαιρεῖτω

(그는) 얻어라

쌍수 προυφαίρειτον

(너희 둘은) 얻어라

προυφαιρεῖτων

(그 둘은) 얻어라

복수 προυφαίρειτε

(너희는) 얻어라

προυφαιροῦντων, προυφαιρεῖτωσαν

(그들은) 얻어라

부정사 προυφαίρειν

얻는 것

분사 남성여성중성
προυφαιρων

προυφαιρουντος

προυφαιρουσα

προυφαιρουσης

προυφαιρουν

προυφαιρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυφαίρουμαι

(나는) 얻힌다

προυφαίρει, προυφαίρῃ

(너는) 얻힌다

προυφαίρειται

(그는) 얻힌다

쌍수 προυφαίρεισθον

(너희 둘은) 얻힌다

προυφαίρεισθον

(그 둘은) 얻힌다

복수 προυφαιροῦμεθα

(우리는) 얻힌다

προυφαίρεισθε

(너희는) 얻힌다

προυφαίρουνται

(그들은) 얻힌다

접속법단수 προυφαίρωμαι

(나는) 얻히자

προυφαίρῃ

(너는) 얻히자

προυφαίρηται

(그는) 얻히자

쌍수 προυφαίρησθον

(너희 둘은) 얻히자

προυφαίρησθον

(그 둘은) 얻히자

복수 προυφαιρώμεθα

(우리는) 얻히자

προυφαίρησθε

(너희는) 얻히자

προυφαίρωνται

(그들은) 얻히자

기원법단수 προυφαιροίμην

(나는) 얻히기를 (바라다)

προυφαίροιο

(너는) 얻히기를 (바라다)

προυφαίροιτο

(그는) 얻히기를 (바라다)

쌍수 προυφαίροισθον

(너희 둘은) 얻히기를 (바라다)

προυφαιροίσθην

(그 둘은) 얻히기를 (바라다)

복수 προυφαιροίμεθα

(우리는) 얻히기를 (바라다)

προυφαίροισθε

(너희는) 얻히기를 (바라다)

προυφαίροιντο

(그들은) 얻히기를 (바라다)

명령법단수 προυφαίρου

(너는) 얻혀라

προυφαιρεῖσθω

(그는) 얻혀라

쌍수 προυφαίρεισθον

(너희 둘은) 얻혀라

προυφαιρεῖσθων

(그 둘은) 얻혀라

복수 προυφαίρεισθε

(너희는) 얻혀라

προυφαιρεῖσθων, προυφαιρεῖσθωσαν

(그들은) 얻혀라

부정사 προυφαίρεισθαι

얻히는 것

분사 남성여성중성
προυφαιρουμενος

προυφαιρουμενου

προυφαιρουμενη

προυφαιρουμενης

προυφαιρουμενον

προυφαιρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυφαιρήσω

(나는) 얻겠다

προυφαιρήσεις

(너는) 얻겠다

προυφαιρήσει

(그는) 얻겠다

쌍수 προυφαιρήσετον

(너희 둘은) 얻겠다

προυφαιρήσετον

(그 둘은) 얻겠다

복수 προυφαιρήσομεν

(우리는) 얻겠다

προυφαιρήσετε

(너희는) 얻겠다

προυφαιρήσουσιν*

(그들은) 얻겠다

기원법단수 προυφαιρήσοιμι

(나는) 얻겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοις

(너는) 얻겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοι

(그는) 얻겠기를 (바라다)

쌍수 προυφαιρήσοιτον

(너희 둘은) 얻겠기를 (바라다)

προυφαιρησοίτην

(그 둘은) 얻겠기를 (바라다)

복수 προυφαιρήσοιμεν

(우리는) 얻겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοιτε

(너희는) 얻겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοιεν

(그들은) 얻겠기를 (바라다)

부정사 προυφαιρήσειν

얻을 것

분사 남성여성중성
προυφαιρησων

προυφαιρησοντος

προυφαιρησουσα

προυφαιρησουσης

προυφαιρησον

προυφαιρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυφαιρήσομαι

(나는) 얻히겠다

προυφαιρήσει, προυφαιρήσῃ

(너는) 얻히겠다

προυφαιρήσεται

(그는) 얻히겠다

쌍수 προυφαιρήσεσθον

(너희 둘은) 얻히겠다

προυφαιρήσεσθον

(그 둘은) 얻히겠다

복수 προυφαιρησόμεθα

(우리는) 얻히겠다

προυφαιρήσεσθε

(너희는) 얻히겠다

προυφαιρήσονται

(그들은) 얻히겠다

기원법단수 προυφαιρησοίμην

(나는) 얻히겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοιο

(너는) 얻히겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοιτο

(그는) 얻히겠기를 (바라다)

쌍수 προυφαιρήσοισθον

(너희 둘은) 얻히겠기를 (바라다)

προυφαιρησοίσθην

(그 둘은) 얻히겠기를 (바라다)

복수 προυφαιρησοίμεθα

(우리는) 얻히겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοισθε

(너희는) 얻히겠기를 (바라다)

προυφαιρήσοιντο

(그들은) 얻히겠기를 (바라다)

부정사 προυφαιρήσεσθαι

얻힐 것

분사 남성여성중성
προυφαιρησομενος

προυφαιρησομενου

προυφαιρησομενη

προυφαιρησομενης

προυφαιρησομενον

προυφαιρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυφῄρουν

(나는) 얻고 있었다

προυφῄρεις

(너는) 얻고 있었다

προυφῄρειν*

(그는) 얻고 있었다

쌍수 προυφῃρεῖτον

(너희 둘은) 얻고 있었다

προυφῃρείτην

(그 둘은) 얻고 있었다

복수 προυφῃροῦμεν

(우리는) 얻고 있었다

προυφῃρεῖτε

(너희는) 얻고 있었다

προυφῄρουν

(그들은) 얻고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προυφῃρούμην

(나는) 얻히고 있었다

προυφῄρου

(너는) 얻히고 있었다

προυφῃρεῖτο

(그는) 얻히고 있었다

쌍수 προυφῃρεῖσθον

(너희 둘은) 얻히고 있었다

προυφῃρείσθην

(그 둘은) 얻히고 있었다

복수 προυφῃρούμεθα

(우리는) 얻히고 있었다

προυφῃρεῖσθε

(너희는) 얻히고 있었다

προυφῃροῦντο

(그들은) 얻히고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 얻다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION