προσπολεμέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
προσπολεμέω
προσπολεμήσω
형태분석:
προς
(접두사)
+
πολεμέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to carry on war against, be at war with another
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- οὐ γὰρ εἶχεν ὁ Μέτελλοσ ὅ τι χρήσαιτο προσπολεμῶν ἀνδρὶ τολμητῇ πάσησ ἐξαναδυομένῳ φανερᾶσ μάχησ, πᾶσαν δὲ μεταβαλλομένῳ μεταβολὴν εὐσταλείᾳ καὶ κουφότητι τῆσ Ἰβηρικῆσ στρατιᾶσ, αὐτὸσ ὁπλιτικῶν καὶ νομίμων ἀσκητὴσ γεγονὼσ ἀγώνων καὶ στρατηγὸσ ἐμβριθοῦσ καὶ μονίμου φάλαγγοσ, ὤσασθαι μὲν εἰσ χεῖρασ ἐλθόντασ πολεμίουσ καὶ καταβαλεῖν ἄριστα γεγυμνασμένησ, ὀρειβατεῖν δὲ καὶ συνηρτῆσθαι διώξεσι καὶ φυγαῖσ ἀπαύστοισ ἀνθρώπων ὑπηνεμίων καὶ λιμὸν ἀνέχεσθαι καὶ δίαιταν ἄπυρον καὶ ἄσκηνον, ὥσπερ ἐκεῖνοι, μὴ δυναμένησ. (Plutarch, Sertorius, chapter 12 5:1)
(플루타르코스, Sertorius, chapter 12 5:1)
- ἐπεὶ δὲ ταχθείσ, ὡσ ἔφη αὐτόσ, ὑπὸ τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ οὗτοσ ἐπολέμησεν ἐμοὶ ἔχων τὴν ἐν Σάρδεσιν ἀκρόπολιν, καὶ ἐγὼ αὐτὸν προσπολεμῶν ἐποίησα ὥστε δόξαι τούτῳ τοῦ πρὸσ ἐμὲ πολέμου παύσασθαι, καὶ δεξιὰν ἔλαβον καὶ ἔδωκα, μετὰ ταῦτα, ἔφη, Ὀρόντα, ἔστιν ὅ τι σε ἠδίκησα; (Xenophon, Anabasis, , chapter 6 7:4)
(크세노폰, Anabasis, , chapter 6 7:4)
유의어
-
to carry on war against
파생어
- ἀποπολεμέω (늘어뜨리다)
- διαπολεμέω (끝까지 싸우다, 결판을 내다)
- ἐκπολεμέω (멀리하다, 분리하다, 소원하게 하다)
- καταπολεμέω (깎다, 겸허하게 하다, 좌천시키다)
- πολεμέω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- προπολεμέω (to make war for or in defence of, the guards or defenders of a country, the body intended to act as guards)
- συμπολεμέω (~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다)
- συνδιαπολεμέω (to carry on a war along with, which remained with, throughout the war)