Ancient Greek-English Dictionary Language

προσκομίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προσκομίζω προσκομιῶ

Structure: προς (Prefix) + κομίζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to carry or convey to, to bring up, to bring with one, bring home, to import, to be brought to

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκομίζω προσκομίζεις προσκομίζει
Dual προσκομίζετον προσκομίζετον
Plural προσκομίζομεν προσκομίζετε προσκομίζουσιν*
SubjunctiveSingular προσκομίζω προσκομίζῃς προσκομίζῃ
Dual προσκομίζητον προσκομίζητον
Plural προσκομίζωμεν προσκομίζητε προσκομίζωσιν*
OptativeSingular προσκομίζοιμι προσκομίζοις προσκομίζοι
Dual προσκομίζοιτον προσκομιζοίτην
Plural προσκομίζοιμεν προσκομίζοιτε προσκομίζοιεν
ImperativeSingular προσκόμιζε προσκομιζέτω
Dual προσκομίζετον προσκομιζέτων
Plural προσκομίζετε προσκομιζόντων, προσκομιζέτωσαν
Infinitive προσκομίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκομιζων προσκομιζοντος προσκομιζουσα προσκομιζουσης προσκομιζον προσκομιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκομίζομαι προσκομίζει, προσκομίζῃ προσκομίζεται
Dual προσκομίζεσθον προσκομίζεσθον
Plural προσκομιζόμεθα προσκομίζεσθε προσκομίζονται
SubjunctiveSingular προσκομίζωμαι προσκομίζῃ προσκομίζηται
Dual προσκομίζησθον προσκομίζησθον
Plural προσκομιζώμεθα προσκομίζησθε προσκομίζωνται
OptativeSingular προσκομιζοίμην προσκομίζοιο προσκομίζοιτο
Dual προσκομίζοισθον προσκομιζοίσθην
Plural προσκομιζοίμεθα προσκομίζοισθε προσκομίζοιντο
ImperativeSingular προσκομίζου προσκομιζέσθω
Dual προσκομίζεσθον προσκομιζέσθων
Plural προσκομίζεσθε προσκομιζέσθων, προσκομιζέσθωσαν
Infinitive προσκομίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκομιζομενος προσκομιζομενου προσκομιζομενη προσκομιζομενης προσκομιζομενον προσκομιζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκομίω προσκομίεις προσκομίει
Dual προσκομίειτον προσκομίειτον
Plural προσκομίουμεν προσκομίειτε προσκομίουσιν*
OptativeSingular προσκομίοιμι προσκομίοις προσκομίοι
Dual προσκομίοιτον προσκομιοίτην
Plural προσκομίοιμεν προσκομίοιτε προσκομίοιεν
Infinitive προσκομίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκομιων προσκομιουντος προσκομιουσα προσκομιουσης προσκομιουν προσκομιουντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προσκομίουμαι προσκομίει, προσκομίῃ προσκομίειται
Dual προσκομίεισθον προσκομίεισθον
Plural προσκομιοῦμεθα προσκομίεισθε προσκομίουνται
OptativeSingular προσκομιοίμην προσκομίοιο προσκομίοιτο
Dual προσκομίοισθον προσκομιοίσθην
Plural προσκομιοίμεθα προσκομίοισθε προσκομίοιντο
Infinitive προσκομίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προσκομιουμενος προσκομιουμενου προσκομιουμενη προσκομιουμενης προσκομιουμενον προσκομιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ φυγόντων εἰσ τὸ στρατόπεδον ἐπιστήσασ τοὺσ Συρακουσίουσ, τοῖσ λίθοισ οἷσ ἐκεῖνοι προσεκόμιζον καὶ τῇ ὕλῃ παροικοδομῶν εἰσ διαστολὰσ ἀπέκοψε τὸν ἐκείνων περιτειχισμόν, ὥστ’ αὐτοῖσ μηδὲν εἶναι πλέον κρατοῦσιν. (Plutarch, , chapter 19 6:1)

Synonyms

  1. to carry or convey to

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION