헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσγίγνομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσγίγνομαι προσγενήσομαι προσγεγένημαι

형태분석: προς (접두사) + γίγν (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 따르다, 뒤따르다
  2. 생기다, 발생하다
  3. 도착하다, 도달하다, 깨어나다
  1. to come or go to, to attach oneself to, by the reinforcements
  2. to be added, accrue
  3. to come to, happen to

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσγίγνομαι

(나는) 따른다

προσγίγνει, προσγίγνῃ

(너는) 따른다

προσγίγνεται

(그는) 따른다

쌍수 προσγίγνεσθον

(너희 둘은) 따른다

προσγίγνεσθον

(그 둘은) 따른다

복수 προσγιγνόμεθα

(우리는) 따른다

προσγίγνεσθε

(너희는) 따른다

προσγίγνονται

(그들은) 따른다

접속법단수 προσγίγνωμαι

(나는) 따르자

προσγίγνῃ

(너는) 따르자

προσγίγνηται

(그는) 따르자

쌍수 προσγίγνησθον

(너희 둘은) 따르자

προσγίγνησθον

(그 둘은) 따르자

복수 προσγιγνώμεθα

(우리는) 따르자

προσγίγνησθε

(너희는) 따르자

προσγίγνωνται

(그들은) 따르자

기원법단수 προσγιγνοίμην

(나는) 따르기를 (바라다)

προσγίγνοιο

(너는) 따르기를 (바라다)

προσγίγνοιτο

(그는) 따르기를 (바라다)

쌍수 προσγίγνοισθον

(너희 둘은) 따르기를 (바라다)

προσγιγνοίσθην

(그 둘은) 따르기를 (바라다)

복수 προσγιγνοίμεθα

(우리는) 따르기를 (바라다)

προσγίγνοισθε

(너희는) 따르기를 (바라다)

προσγίγνοιντο

(그들은) 따르기를 (바라다)

명령법단수 προσγίγνου

(너는) 따라라

προσγιγνέσθω

(그는) 따라라

쌍수 προσγίγνεσθον

(너희 둘은) 따라라

προσγιγνέσθων

(그 둘은) 따라라

복수 προσγίγνεσθε

(너희는) 따라라

προσγιγνέσθων, προσγιγνέσθωσαν

(그들은) 따라라

부정사 προσγίγνεσθαι

따르는 것

분사 남성여성중성
προσγιγνομενος

προσγιγνομενου

προσγιγνομενη

προσγιγνομενης

προσγιγνομενον

προσγιγνομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσγενήσομαι

(나는) 따르겠다

προσγενήσει, προσγενήσῃ

(너는) 따르겠다

προσγενήσεται

(그는) 따르겠다

쌍수 προσγενήσεσθον

(너희 둘은) 따르겠다

προσγενήσεσθον

(그 둘은) 따르겠다

복수 προσγενησόμεθα

(우리는) 따르겠다

προσγενήσεσθε

(너희는) 따르겠다

προσγενήσονται

(그들은) 따르겠다

기원법단수 προσγενησοίμην

(나는) 따르겠기를 (바라다)

προσγενήσοιο

(너는) 따르겠기를 (바라다)

προσγενήσοιτο

(그는) 따르겠기를 (바라다)

쌍수 προσγενήσοισθον

(너희 둘은) 따르겠기를 (바라다)

προσγενησοίσθην

(그 둘은) 따르겠기를 (바라다)

복수 προσγενησοίμεθα

(우리는) 따르겠기를 (바라다)

προσγενήσοισθε

(너희는) 따르겠기를 (바라다)

προσγενήσοιντο

(그들은) 따르겠기를 (바라다)

부정사 προσγενήσεσθαι

따를 것

분사 남성여성중성
προσγενησομενος

προσγενησομενου

προσγενησομενη

προσγενησομενης

προσγενησομενον

προσγενησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεγιγνόμην

(나는) 따르고 있었다

προσεγίγνου

(너는) 따르고 있었다

προσεγίγνετο

(그는) 따르고 있었다

쌍수 προσεγίγνεσθον

(너희 둘은) 따르고 있었다

προσεγιγνέσθην

(그 둘은) 따르고 있었다

복수 προσεγιγνόμεθα

(우리는) 따르고 있었다

προσεγίγνεσθε

(너희는) 따르고 있었다

προσεγίγνοντο

(그들은) 따르고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔτι δὲ καὶ ὀργίλοι προσγίγνονται, δύσθυμοι, ἄγρυπνοι, ἐκ τῶν ὕπνων ἐκθορυβούμενοι. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 47)

    (아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 47)

  • ἐν τούτῳ δὲ ἄλλαι τε προσγίγνονται Ἀλεξάνδρῳ τριακόντοροι καὶ πλοῖα στρογγύλα ἄλλα, ἃ δὴ ἐν Ξάθροισ ἐναυπηγήθη αὐτῷ, καὶ Σόγδοι ἄλλο ἔθνοσ Ἰνδῶν αὐτόνομον προσεχώρησαν. (Arrian, Anabasis, book 6, chapter 15 1:2)

    (아리아노스, Anabasis, book 6, chapter 15 1:2)

  • προσγίγνονται δ’ αὐτοῖσ σύμμαχοι ἀπό τε τῆσ Συρίασ καὶ τῆσ πέριξ χώρασ καὶ πολλοὶ τῶν πεφευγότων Ιοὐδαίων, ἔτι γε μὴν καὶ τῶν ἐμπόρων τινὲσ ὡσ ὠνησόμενοι τοὺσ αἰχμαλωτισθησομένουσ, πέδασ μὲν κομίζοντεσ αἷσ δήσουσιν τοὺσ ληφθησομένουσ, ἄργυρον δὲ καὶ χρυσὸν τιμὴν αὐτῶν καταθησόμενοι. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 349:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 349:1)

유의어

  1. 따르다

  2. 생기다

  3. 도착하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION