헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσδέχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσδέχομαι προσδέξομαι

형태분석: προς (접두사) + δέχ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 받아들이다, 받다, 승인하다, 참다, 인정하다, 수용하다
  2. 넣다, 들이다
  3. 기대하다, 예상하다, 기다리다, 희망하다
  1. to receive favourably, accept, to receive hospitably, to admit into, to admit to citizenship
  2. to admit
  3. waiting for or expecting, expectation, to expect that . .
  4. to wait patiently

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδέχομαι

(나는) 받아들인다

προσδέχει, προσδέχῃ

(너는) 받아들인다

προσδέχεται

(그는) 받아들인다

쌍수 προσδέχεσθον

(너희 둘은) 받아들인다

προσδέχεσθον

(그 둘은) 받아들인다

복수 προσδεχόμεθα

(우리는) 받아들인다

προσδέχεσθε

(너희는) 받아들인다

προσδέχονται

(그들은) 받아들인다

접속법단수 προσδέχωμαι

(나는) 받아들이자

προσδέχῃ

(너는) 받아들이자

προσδέχηται

(그는) 받아들이자

쌍수 προσδέχησθον

(너희 둘은) 받아들이자

προσδέχησθον

(그 둘은) 받아들이자

복수 προσδεχώμεθα

(우리는) 받아들이자

προσδέχησθε

(너희는) 받아들이자

προσδέχωνται

(그들은) 받아들이자

기원법단수 προσδεχοίμην

(나는) 받아들이기를 (바라다)

προσδέχοιο

(너는) 받아들이기를 (바라다)

προσδέχοιτο

(그는) 받아들이기를 (바라다)

쌍수 προσδέχοισθον

(너희 둘은) 받아들이기를 (바라다)

προσδεχοίσθην

(그 둘은) 받아들이기를 (바라다)

복수 προσδεχοίμεθα

(우리는) 받아들이기를 (바라다)

προσδέχοισθε

(너희는) 받아들이기를 (바라다)

προσδέχοιντο

(그들은) 받아들이기를 (바라다)

명령법단수 προσδέχου

(너는) 받아들여라

προσδεχέσθω

(그는) 받아들여라

쌍수 προσδέχεσθον

(너희 둘은) 받아들여라

προσδεχέσθων

(그 둘은) 받아들여라

복수 προσδέχεσθε

(너희는) 받아들여라

προσδεχέσθων, προσδεχέσθωσαν

(그들은) 받아들여라

부정사 προσδέχεσθαι

받아들이는 것

분사 남성여성중성
προσδεχομενος

προσδεχομενου

προσδεχομενη

προσδεχομενης

προσδεχομενον

προσδεχομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσδέξομαι

(나는) 받아들이겠다

προσδέξει, προσδέξῃ

(너는) 받아들이겠다

προσδέξεται

(그는) 받아들이겠다

쌍수 προσδέξεσθον

(너희 둘은) 받아들이겠다

προσδέξεσθον

(그 둘은) 받아들이겠다

복수 προσδεξόμεθα

(우리는) 받아들이겠다

προσδέξεσθε

(너희는) 받아들이겠다

προσδέξονται

(그들은) 받아들이겠다

기원법단수 προσδεξοίμην

(나는) 받아들이겠기를 (바라다)

προσδέξοιο

(너는) 받아들이겠기를 (바라다)

προσδέξοιτο

(그는) 받아들이겠기를 (바라다)

쌍수 προσδέξοισθον

(너희 둘은) 받아들이겠기를 (바라다)

προσδεξοίσθην

(그 둘은) 받아들이겠기를 (바라다)

복수 προσδεξοίμεθα

(우리는) 받아들이겠기를 (바라다)

προσδέξοισθε

(너희는) 받아들이겠기를 (바라다)

προσδέξοιντο

(그들은) 받아들이겠기를 (바라다)

부정사 προσδέξεσθαι

받아들일 것

분사 남성여성중성
προσδεξομενος

προσδεξομενου

προσδεξομενη

προσδεξομενης

προσδεξομενον

προσδεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προσεδεχόμην

(나는) 받아들이고 있었다

προσεδέχου

(너는) 받아들이고 있었다

προσεδέχετο

(그는) 받아들이고 있었다

쌍수 προσεδέχεσθον

(너희 둘은) 받아들이고 있었다

προσεδεχέσθην

(그 둘은) 받아들이고 있었다

복수 προσεδεχόμεθα

(우리는) 받아들이고 있었다

προσεδέχεσθε

(너희는) 받아들이고 있었다

προσεδέχοντο

(그들은) 받아들이고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • μὴ αὐτοὺσ προσδέξεσθαι ἕωσ οὗ ἁδρυνθῶσιν̣ ἢ αὐτοῖσ κατασχεθήσεσθε τοῦ μὴ γενέσθαι ἀνδρί̣ μὴ δή, θυγατέρεσ μου, ὅτι ἐπικράνθη μοι ὑπὲρ ὑμᾶσ, ὅτι ἐξῆλθεν ἐν ἐμοὶ χεὶρ Κυρίου. (Septuagint, Liber Ruth 1:13)

    (70인역 성경, 룻기 1:13)

  • ἡ βουλή, ὦ ἄνδρεσ, ζητεῖ τὰ προσταχθένθ’ ὑφ’ ὑμῶν καὶ τὰ γεγενημένα παρ’ αὑτοῖσ ἀδικήματ’ οὐχ ὡσ ὑμεῖσ ‐ καί μοι μὴ ὀργισθῆτε ‐ δικάζειν ἐνίοτε εἴθισθε, τῇ σῇ γνώμῃ πλέον ἢ τῷ δικαίῳ ἀπονέμοντεσ, ἀλλ’ ἁπλῶσ τὸν ἔνοχον ὄντα τοῖσ ζητουμένοισ <ἀποφαίνει> καὶ τὸν ὁποιονοῦν ἠδικηκότα <παρὰ> τὰ πάτρια, νομίζουσα τὸν ἐν τοῖσ μικροῖσ συνεθιζόμενον ἀδικεῖν τοῦτον τὰ μεγάλα τῶν ἀδικημάτων εὐχερέστερον προσδέξεσθαι. (Dinarchus, Speeches, 67:1)

    (디나르코스, 연설, 67:1)

  • δῆλον δὲ τό γε τοσοῦτον, ὦ Κλεινία, παντὶ σχεδὸν καὶ τῷ μὴ πάνυ σοφῷ, τὸ μὴ ῥᾳδίωσ γε αὐτοὺσ μηδένασ προσδέξεσθαι κατ’ ἀρχάσ, εἰ δὲ μείναιμέν πωσ τοσοῦτον χρόνον ἑώσ οἱ γευσάμενοι παῖδεσ τῶν νόμων καὶ συντραφέντεσ ἱκανῶσ συνήθεισ τε αὐτοῖσ γενόμενοι τῶν ἀρχαιρεσιῶν τῇ πόλει πάσῃ κοινωνήσειαν· (Plato, Laws, book 6 9:8)

    (플라톤, Laws, book 6 9:8)

  • τὴν δὲ Ἶσίν φασι μετὰ τὴν Ὀσίριδοσ τελευτὴν ὀμόσαι μηδενὸσ ἀνδρὸσ ἔτι συνουσίαν προσδέξεσθαι, διατελέσαι δὲ τὸν λοιπὸν τοῦ βίου χρόνον βασιλεύουσαν νομιμώτατα καὶ ταῖσ εἰσ τοὺσ ἀρχομένουσ εὐεργεσίαισ ἅπαντασ ὑπερβαλλομένην. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 22 1:1)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 22 1:1)

  • ταύτην γὰρ συνοικήσασαν Ὀσίριδι τῷ ἀδελφῷ, καὶ ἀποθανόντοσ ὀμόσασαν οὐδενὸσ ἔτι συνουσίαν ἀνδρὸσ προσδέξεσθαι, μετελθεῖν τόν τε φόνον τἀνδρὸσ καὶ διατελέσαι βασιλεύουσαν νομιμώτατα, καὶ τὸ σύνολον πλείστων καὶ μεγίστων ἀγαθῶν αἰτίαν γενέσθαι πᾶσιν ἀνθρώποισ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 27 1:2)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 1, chapter 27 1:2)

유의어

  1. 넣다

  2. 기대하다

  3. to wait patiently

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION