헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προκατέχω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προκατέχω προκαθέξω

형태분석: προ (접두사) + κατ (접두사) + έ̓χ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 선점하다, 미리 가지다, 선취하다
  1. to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, to hold down before oneself

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατέχω

(나는) 선점한다

προκατέχεις

(너는) 선점한다

προκατέχει

(그는) 선점한다

쌍수 προκατέχετον

(너희 둘은) 선점한다

προκατέχετον

(그 둘은) 선점한다

복수 προκατέχομεν

(우리는) 선점한다

προκατέχετε

(너희는) 선점한다

προκατέχουσιν*

(그들은) 선점한다

접속법단수 προκατέχω

(나는) 선점하자

προκατέχῃς

(너는) 선점하자

προκατέχῃ

(그는) 선점하자

쌍수 προκατέχητον

(너희 둘은) 선점하자

προκατέχητον

(그 둘은) 선점하자

복수 προκατέχωμεν

(우리는) 선점하자

προκατέχητε

(너희는) 선점하자

προκατέχωσιν*

(그들은) 선점하자

기원법단수 προκατέχοιμι

(나는) 선점하기를 (바라다)

προκατέχοις

(너는) 선점하기를 (바라다)

προκατέχοι

(그는) 선점하기를 (바라다)

쌍수 προκατέχοιτον

(너희 둘은) 선점하기를 (바라다)

προκατεχοίτην

(그 둘은) 선점하기를 (바라다)

복수 προκατέχοιμεν

(우리는) 선점하기를 (바라다)

προκατέχοιτε

(너희는) 선점하기를 (바라다)

προκατέχοιεν

(그들은) 선점하기를 (바라다)

명령법단수 προκατέχε

(너는) 선점해라

προκατεχέτω

(그는) 선점해라

쌍수 προκατέχετον

(너희 둘은) 선점해라

προκατεχέτων

(그 둘은) 선점해라

복수 προκατέχετε

(너희는) 선점해라

προκατεχόντων, προκατεχέτωσαν

(그들은) 선점해라

부정사 προκατέχειν

선점하는 것

분사 남성여성중성
προκατεχων

προκατεχοντος

προκατεχουσα

προκατεχουσης

προκατεχον

προκατεχοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατέχομαι

(나는) 선점된다

προκατέχει, προκατέχῃ

(너는) 선점된다

προκατέχεται

(그는) 선점된다

쌍수 προκατέχεσθον

(너희 둘은) 선점된다

προκατέχεσθον

(그 둘은) 선점된다

복수 προκατεχόμεθα

(우리는) 선점된다

προκατέχεσθε

(너희는) 선점된다

προκατέχονται

(그들은) 선점된다

접속법단수 προκατέχωμαι

(나는) 선점되자

προκατέχῃ

(너는) 선점되자

προκατέχηται

(그는) 선점되자

쌍수 προκατέχησθον

(너희 둘은) 선점되자

προκατέχησθον

(그 둘은) 선점되자

복수 προκατεχώμεθα

(우리는) 선점되자

προκατέχησθε

(너희는) 선점되자

προκατέχωνται

(그들은) 선점되자

기원법단수 προκατεχοίμην

(나는) 선점되기를 (바라다)

προκατέχοιο

(너는) 선점되기를 (바라다)

προκατέχοιτο

(그는) 선점되기를 (바라다)

쌍수 προκατέχοισθον

(너희 둘은) 선점되기를 (바라다)

προκατεχοίσθην

(그 둘은) 선점되기를 (바라다)

복수 προκατεχοίμεθα

(우리는) 선점되기를 (바라다)

προκατέχοισθε

(너희는) 선점되기를 (바라다)

προκατέχοιντο

(그들은) 선점되기를 (바라다)

명령법단수 προκατέχου

(너는) 선점되어라

προκατεχέσθω

(그는) 선점되어라

쌍수 προκατέχεσθον

(너희 둘은) 선점되어라

προκατεχέσθων

(그 둘은) 선점되어라

복수 προκατέχεσθε

(너희는) 선점되어라

προκατεχέσθων, προκατεχέσθωσαν

(그들은) 선점되어라

부정사 προκατέχεσθαι

선점되는 것

분사 남성여성중성
προκατεχομενος

προκατεχομενου

προκατεχομενη

προκατεχομενης

προκατεχομενον

προκατεχομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκαθέξω

(나는) 선점하겠다

προκαθέξεις

(너는) 선점하겠다

προκαθέξει

(그는) 선점하겠다

쌍수 προκαθέξετον

(너희 둘은) 선점하겠다

προκαθέξετον

(그 둘은) 선점하겠다

복수 προκαθέξομεν

(우리는) 선점하겠다

προκαθέξετε

(너희는) 선점하겠다

προκαθέξουσιν*

(그들은) 선점하겠다

기원법단수 προκαθέξοιμι

(나는) 선점하겠기를 (바라다)

προκαθέξοις

(너는) 선점하겠기를 (바라다)

προκαθέξοι

(그는) 선점하겠기를 (바라다)

쌍수 προκαθέξοιτον

(너희 둘은) 선점하겠기를 (바라다)

προκαθεξοίτην

(그 둘은) 선점하겠기를 (바라다)

복수 προκαθέξοιμεν

(우리는) 선점하겠기를 (바라다)

προκαθέξοιτε

(너희는) 선점하겠기를 (바라다)

προκαθέξοιεν

(그들은) 선점하겠기를 (바라다)

부정사 προκαθέξειν

선점할 것

분사 남성여성중성
προκαθεξων

προκαθεξοντος

προκαθεξουσα

προκαθεξουσης

προκαθεξον

προκαθεξοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκαθέξομαι

(나는) 선점되겠다

προκαθέξει, προκαθέξῃ

(너는) 선점되겠다

προκαθέξεται

(그는) 선점되겠다

쌍수 προκαθέξεσθον

(너희 둘은) 선점되겠다

προκαθέξεσθον

(그 둘은) 선점되겠다

복수 προκαθεξόμεθα

(우리는) 선점되겠다

προκαθέξεσθε

(너희는) 선점되겠다

προκαθέξονται

(그들은) 선점되겠다

기원법단수 προκαθεξοίμην

(나는) 선점되겠기를 (바라다)

προκαθέξοιο

(너는) 선점되겠기를 (바라다)

προκαθέξοιτο

(그는) 선점되겠기를 (바라다)

쌍수 προκαθέξοισθον

(너희 둘은) 선점되겠기를 (바라다)

προκαθεξοίσθην

(그 둘은) 선점되겠기를 (바라다)

복수 προκαθεξοίμεθα

(우리는) 선점되겠기를 (바라다)

προκαθέξοισθε

(너희는) 선점되겠기를 (바라다)

προκαθέξοιντο

(그들은) 선점되겠기를 (바라다)

부정사 προκαθέξεσθαι

선점될 것

분사 남성여성중성
προκαθεξομενος

προκαθεξομενου

προκαθεξομενη

προκαθεξομενης

προκαθεξομενον

προκαθεξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκάτηχον

(나는) 선점하고 있었다

προκάτηχες

(너는) 선점하고 있었다

προκάτηχεν*

(그는) 선점하고 있었다

쌍수 προκατῆχετον

(너희 둘은) 선점하고 있었다

προκατήχετην

(그 둘은) 선점하고 있었다

복수 προκατῆχομεν

(우리는) 선점하고 있었다

προκατῆχετε

(너희는) 선점하고 있었다

προκάτηχον

(그들은) 선점하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προκατήχομην

(나는) 선점되고 있었다

προκατῆχου

(너는) 선점되고 있었다

προκατῆχετο

(그는) 선점되고 있었다

쌍수 προκατῆχεσθον

(너희 둘은) 선점되고 있었다

προκατήχεσθην

(그 둘은) 선점되고 있었다

복수 προκατήχομεθα

(우리는) 선점되고 있었다

προκατῆχεσθε

(너희는) 선점되고 있었다

προκατῆχοντο

(그들은) 선점되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Ἄνθησ δ’ ὁ προκατέχων πλεύσασ Ἁλικαρνασὸν ἔκτισεν· (Strabo, Geography, Book 8, chapter 6 22:13)

    (스트라본, 지리학, Book 8, chapter 6 22:13)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION