Ancient Greek-English Dictionary Language

προβλέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: προβλέπω

Structure: προ (Prefix) + βλέπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to foresee

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προβλέπω προβλέπεις προβλέπει
Dual προβλέπετον προβλέπετον
Plural προβλέπομεν προβλέπετε προβλέπουσιν*
SubjunctiveSingular προβλέπω προβλέπῃς προβλέπῃ
Dual προβλέπητον προβλέπητον
Plural προβλέπωμεν προβλέπητε προβλέπωσιν*
OptativeSingular προβλέποιμι προβλέποις προβλέποι
Dual προβλέποιτον προβλεποίτην
Plural προβλέποιμεν προβλέποιτε προβλέποιεν
ImperativeSingular προβλέπε προβλεπέτω
Dual προβλέπετον προβλεπέτων
Plural προβλέπετε προβλεπόντων, προβλεπέτωσαν
Infinitive προβλέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
προβλεπων προβλεποντος προβλεπουσα προβλεπουσης προβλεπον προβλεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular προβλέπομαι προβλέπει, προβλέπῃ προβλέπεται
Dual προβλέπεσθον προβλέπεσθον
Plural προβλεπόμεθα προβλέπεσθε προβλέπονται
SubjunctiveSingular προβλέπωμαι προβλέπῃ προβλέπηται
Dual προβλέπησθον προβλέπησθον
Plural προβλεπώμεθα προβλέπησθε προβλέπωνται
OptativeSingular προβλεποίμην προβλέποιο προβλέποιτο
Dual προβλέποισθον προβλεποίσθην
Plural προβλεποίμεθα προβλέποισθε προβλέποιντο
ImperativeSingular προβλέπου προβλεπέσθω
Dual προβλέπεσθον προβλεπέσθων
Plural προβλέπεσθε προβλεπέσθων, προβλεπέσθωσαν
Infinitive προβλέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
προβλεπομενος προβλεπομενου προβλεπομενη προβλεπομενης προβλεπομενον προβλεπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to foresee

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION