Ancient Greek-English Dictionary Language

πορφύρεος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: πορφύρεος πορφύρεᾱ πορφύρεον

Structure: πορφυρε (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from porfu/rw

Sense

  1. darkgleaming, dark;
  2. dark, russet.
  3. bright, lustrous;, glittering. -
  4. dark red, purple or crimson
  5. purple-clad, in purple

Examples

  • "ὅμωσ μέντοι γε οὐκ εὖ εἴρηκε Φρύνιχοσ πορφυρέασ εἰπὼν τὰσ γνάθουσ τοῦ καλοῦ, εἰ γὰρ ὁ ζωγράφοσ χρώματι πορφυρέῳ ἐναλείψειε τοῦδε τοῦ παιδὸσ τὰσ γνάθουσ, οὐκ ἂν ἔτι καλὸσ φαίνοιτο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 8114)
  • Κύπρι, τὸν ἡσύχιόν με, τὸν οὐδενὶ κοῦφα λαλεῦντα, τὸν σέο πορφυρέῳ κλυζόμενον πελάγει, Κύπρι φιλορμίστειρα, φιλόργιε, σῷζέ με, Κύπρι, Ναϊακοὺσ ἤδη, δεσπότι, πρὸσ λιμένασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 10, chapter 21 1:1)
  • πουλὺ Λεωνίδεω κατιδὼν δέμασ αὐτοδάικτον Ξέρξησ ἐχλαίνου φάρεϊ πορφυρέῳ· (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 2931)
  • ὣσ Αἰάσ ἐπέτελλε πελώριοσ, αἵματι δὲ χθὼν δεύετο πορφυρέῳ, τοὶ δ’ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον νεκροὶ ὁμοῦ Τρώων καὶ ὑπερμενέων ἐπικούρων καὶ Δαναῶν· (Homer, Iliad, Book 17 36:6)

Synonyms

  1. dark red

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION