헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περικλίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περικλίνω περικλινῶ

형태분석: περι (접두사) + κλίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 거절하다, 거부하다
  1. to decline

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικλίνω

(나는) 거절한다

περικλίνεις

(너는) 거절한다

περικλίνει

(그는) 거절한다

쌍수 περικλίνετον

(너희 둘은) 거절한다

περικλίνετον

(그 둘은) 거절한다

복수 περικλίνομεν

(우리는) 거절한다

περικλίνετε

(너희는) 거절한다

περικλίνουσιν*

(그들은) 거절한다

접속법단수 περικλίνω

(나는) 거절하자

περικλίνῃς

(너는) 거절하자

περικλίνῃ

(그는) 거절하자

쌍수 περικλίνητον

(너희 둘은) 거절하자

περικλίνητον

(그 둘은) 거절하자

복수 περικλίνωμεν

(우리는) 거절하자

περικλίνητε

(너희는) 거절하자

περικλίνωσιν*

(그들은) 거절하자

기원법단수 περικλίνοιμι

(나는) 거절하기를 (바라다)

περικλίνοις

(너는) 거절하기를 (바라다)

περικλίνοι

(그는) 거절하기를 (바라다)

쌍수 περικλίνοιτον

(너희 둘은) 거절하기를 (바라다)

περικλινοίτην

(그 둘은) 거절하기를 (바라다)

복수 περικλίνοιμεν

(우리는) 거절하기를 (바라다)

περικλίνοιτε

(너희는) 거절하기를 (바라다)

περικλίνοιεν

(그들은) 거절하기를 (바라다)

명령법단수 περικλίνε

(너는) 거절해라

περικλινέτω

(그는) 거절해라

쌍수 περικλίνετον

(너희 둘은) 거절해라

περικλινέτων

(그 둘은) 거절해라

복수 περικλίνετε

(너희는) 거절해라

περικλινόντων, περικλινέτωσαν

(그들은) 거절해라

부정사 περικλίνειν

거절하는 것

분사 남성여성중성
περικλινων

περικλινοντος

περικλινουσα

περικλινουσης

περικλινον

περικλινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περικλίνομαι

(나는) 거절된다

περικλίνει, περικλίνῃ

(너는) 거절된다

περικλίνεται

(그는) 거절된다

쌍수 περικλίνεσθον

(너희 둘은) 거절된다

περικλίνεσθον

(그 둘은) 거절된다

복수 περικλινόμεθα

(우리는) 거절된다

περικλίνεσθε

(너희는) 거절된다

περικλίνονται

(그들은) 거절된다

접속법단수 περικλίνωμαι

(나는) 거절되자

περικλίνῃ

(너는) 거절되자

περικλίνηται

(그는) 거절되자

쌍수 περικλίνησθον

(너희 둘은) 거절되자

περικλίνησθον

(그 둘은) 거절되자

복수 περικλινώμεθα

(우리는) 거절되자

περικλίνησθε

(너희는) 거절되자

περικλίνωνται

(그들은) 거절되자

기원법단수 περικλινοίμην

(나는) 거절되기를 (바라다)

περικλίνοιο

(너는) 거절되기를 (바라다)

περικλίνοιτο

(그는) 거절되기를 (바라다)

쌍수 περικλίνοισθον

(너희 둘은) 거절되기를 (바라다)

περικλινοίσθην

(그 둘은) 거절되기를 (바라다)

복수 περικλινοίμεθα

(우리는) 거절되기를 (바라다)

περικλίνοισθε

(너희는) 거절되기를 (바라다)

περικλίνοιντο

(그들은) 거절되기를 (바라다)

명령법단수 περικλίνου

(너는) 거절되어라

περικλινέσθω

(그는) 거절되어라

쌍수 περικλίνεσθον

(너희 둘은) 거절되어라

περικλινέσθων

(그 둘은) 거절되어라

복수 περικλίνεσθε

(너희는) 거절되어라

περικλινέσθων, περικλινέσθωσαν

(그들은) 거절되어라

부정사 περικλίνεσθαι

거절되는 것

분사 남성여성중성
περικλινομενος

περικλινομενου

περικλινομενη

περικλινομενης

περικλινομενον

περικλινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιέκλινον

(나는) 거절하고 있었다

περιέκλινες

(너는) 거절하고 있었다

περιέκλινεν*

(그는) 거절하고 있었다

쌍수 περιεκλίνετον

(너희 둘은) 거절하고 있었다

περιεκλινέτην

(그 둘은) 거절하고 있었다

복수 περιεκλίνομεν

(우리는) 거절하고 있었다

περιεκλίνετε

(너희는) 거절하고 있었다

περιέκλινον

(그들은) 거절하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιεκλινόμην

(나는) 거절되고 있었다

περιεκλίνου

(너는) 거절되고 있었다

περιεκλίνετο

(그는) 거절되고 있었다

쌍수 περιεκλίνεσθον

(너희 둘은) 거절되고 있었다

περιεκλινέσθην

(그 둘은) 거절되고 있었다

복수 περιεκλινόμεθα

(우리는) 거절되고 있었다

περιεκλίνεσθε

(너희는) 거절되고 있었다

περιεκλίνοντο

(그들은) 거절되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔδει φησί μεταγράφειν οὕτωσ "ἠμὲν ἀπερχομένου Ὑπερίονοσ," οἱο͂ν ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ περικλίνοντοσ. (Strabo, Geography, book 2, chapter 3 14:12)

    (스트라본, 지리학, book 2, chapter 3 14:12)

유의어

  1. 거절하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION