Ancient Greek-English Dictionary Language

περίδρομος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: περίδρομος περίδρομον

Structure: περιδρομ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: peridramei=n

Sense

  1. running round
  2. going about, roaming
  3. that can be run round, standing apart, detached

Examples

  • ἔστωσαν δὲ αἱ μὲν ἄρκυσ ἐννεάλινοι <ἐκ τριῶν τόνων, ἕκαστοσ δὲ τόνοσ ἐκ τριῶν λίνων>, τὸ δὲ μέγεθοσ πεντεσπίθαμοι, διπάλαστοι δὲ τοὺσ βρόχουσ, περικείσθωσαν δὲ τοὺσ περιδρόμουσ ἀναμμάτουσ, ἵνα εὔτροχοι ὦσι, τὰ δ’ ἐνόδια δωδεκάλινα, <τὰ δὲ δίκτυα ἑκκαιδεκάλινα>, τὸ δὲ μέγεθοσ τὰ μὲν ἐνόδια διώρυγα, τριώρυγα, τετρώρυγα, πεντώρυγα, τὰ δὲ δίκτυα δεκώρυγα, εἰκοσώρυγα, τριακοντώρυγα· (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 5:2)
  • ἐν δὲ τοῖσ ἀκρωλενίοισ τὰ μὲν ἐνόδια ἐχέτω μαστούσ, τὰ δὲ δίκτυα δακτυλίουσ, τοὺσ δὲ περιδρόμουσ ἀπὸ στροφείων. (Xenophon, Minor Works, , chapter 2 7:1)
  • τὰ δὲ δίκτυα τεινέτω ἐν ἀπέδοισ, ἐμβαλλέτω δὲ τὰ ἐνόδια εἰσ τὰσ ὁδούσ, καὶ ἐκ τῶν τριμμῶν εἰσ τὰ συμφέροντα, καθάπτων τοὺσ περιδρόμουσ ἐπὶ τὴν γῆν, τὰ ἀκρωλένια συνάγων, πηγνύων τὰσ σχαλίδασ μεταξὺ τῶν σαρδόνων, ἐπὶ ἄκρασ ἐπιβάλλων τοὺσ ἐπιδρόμουσ καὶ τὰ παράδρομα συμφράττων. (Xenophon, Minor Works, , chapter 6 11:1)
  • ἐποίησε δὲ ἐπὶ τῶν οἰκημάτων καὶ περιδρόμουσ καὶ ἐπάλξεισ· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 1 65:2)

Synonyms

  1. running round

  2. going about

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION