παρώνυμον?
명사;
자동번역
로마알파벳 전사: parōnymon
고전 발음: [빠로:뉘몬]
신약 발음: [빠로뉘몬]
기본형:
παρώνυμον
뜻
- 닉네임, 애칭, 별명
- 성씨
- byname, nickname
- surname; cognomen, agnomen
- ὁ δ Ἀργᾶς καὶ τοῦτο γάρ φασι τῷ Δημοσθένει γενέσθαι παρώνυμον ἢ πρὸς τὸν τρόπον, ὡς θηριώδη καὶ πικρὸν ἐτέθη: (Plutarch, Demosthenes, chapter 4 5:1)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 4 5:1)
- ἀνθρώπῳ νηκτόν, ὃ μὴ πέτραις προσέχεται καὶ προσπέφυκεν, οὐδ ἁλώσιμον ἄνευ πραγματείας, ὡς λύκοις μὲν ὄνοι καὶ μέροψι μέλισσαι χελιδόσι δὲ τέττιγες, ἐλάφοις δ ὄφεις ἀγόμενοι ῥᾳδίως ὑπ αὐτῶν ᾗ καὶ τοὔνομα πεποίηται παρώνυμον οὐ τῆς ἐλαφρότητος ἀλλὰ τῆς ἕλξεως τοῦ ὄφεως,, καὶ τὸ πρόβατον προσκαλεῖται τῷ ποδὶ τὸν λύκον: (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 24 1:1)
(플루타르코스, De sollertia animalium, chapter, section 24 1:1)
- τὸ Φοίβης δ ὄνομ ἔχει παρώνυμον. (Aeschylus, Eumenides, episode 1:5)
(아이스킬로스, 에우메니데스, episode 1:5)