Ancient Greek-English Dictionary Language

παρασείω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παρασείω παρασείσω

Structure: παρα (Prefix) + σεί (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to shake at the side, to swing one's arms, demissis manibus fugere, celerrime

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασείω παρασείεις παρασείει
Dual παρασείετον παρασείετον
Plural παρασείομεν παρασείετε παρασείουσιν*
SubjunctiveSingular παρασείω παρασείῃς παρασείῃ
Dual παρασείητον παρασείητον
Plural παρασείωμεν παρασείητε παρασείωσιν*
OptativeSingular παρασείοιμι παρασείοις παρασείοι
Dual παρασείοιτον παρασειοίτην
Plural παρασείοιμεν παρασείοιτε παρασείοιεν
ImperativeSingular παρασείε παρασειέτω
Dual παρασείετον παρασειέτων
Plural παρασείετε παρασειόντων, παρασειέτωσαν
Infinitive παρασείειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασειων παρασειοντος παρασειουσα παρασειουσης παρασειον παρασειοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασείομαι παρασείει, παρασείῃ παρασείεται
Dual παρασείεσθον παρασείεσθον
Plural παρασειόμεθα παρασείεσθε παρασείονται
SubjunctiveSingular παρασείωμαι παρασείῃ παρασείηται
Dual παρασείησθον παρασείησθον
Plural παρασειώμεθα παρασείησθε παρασείωνται
OptativeSingular παρασειοίμην παρασείοιο παρασείοιτο
Dual παρασείοισθον παρασειοίσθην
Plural παρασειοίμεθα παρασείοισθε παρασείοιντο
ImperativeSingular παρασείου παρασειέσθω
Dual παρασείεσθον παρασειέσθων
Plural παρασείεσθε παρασειέσθων, παρασειέσθωσαν
Infinitive παρασείεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασειομενος παρασειομενου παρασειομενη παρασειομενης παρασειομενον παρασειομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασείσω παρασείσεις παρασείσει
Dual παρασείσετον παρασείσετον
Plural παρασείσομεν παρασείσετε παρασείσουσιν*
OptativeSingular παρασείσοιμι παρασείσοις παρασείσοι
Dual παρασείσοιτον παρασεισοίτην
Plural παρασείσοιμεν παρασείσοιτε παρασείσοιεν
Infinitive παρασείσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασεισων παρασεισοντος παρασεισουσα παρασεισουσης παρασεισον παρασεισοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παρασείσομαι παρασείσει, παρασείσῃ παρασείσεται
Dual παρασείσεσθον παρασείσεσθον
Plural παρασεισόμεθα παρασείσεσθε παρασείσονται
OptativeSingular παρασεισοίμην παρασείσοιο παρασείσοιτο
Dual παρασείσοισθον παρασεισοίσθην
Plural παρασεισοίμεθα παρασείσοισθε παρασείσοιντο
Infinitive παρασείσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παρασεισομενος παρασεισομενου παρασεισομενη παρασεισομενης παρασεισομενον παρασεισομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION