헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

παρακολουθέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: παρακολουθέω παρακολουθήσω

형태분석: παρ (접두사) + ἀκολουθέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to follow beside, follow closely, to follow with the mind

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακολούθω

παρακολούθεις

παρακολούθει

쌍수 παρακολούθειτον

παρακολούθειτον

복수 παρακολούθουμεν

παρακολούθειτε

παρακολούθουσιν*

접속법단수 παρακολούθω

παρακολούθῃς

παρακολούθῃ

쌍수 παρακολούθητον

παρακολούθητον

복수 παρακολούθωμεν

παρακολούθητε

παρακολούθωσιν*

기원법단수 παρακολούθοιμι

παρακολούθοις

παρακολούθοι

쌍수 παρακολούθοιτον

παρακολουθοίτην

복수 παρακολούθοιμεν

παρακολούθοιτε

παρακολούθοιεν

명령법단수 παρακολοῦθει

παρακολουθεῖτω

쌍수 παρακολούθειτον

παρακολουθεῖτων

복수 παρακολούθειτε

παρακολουθοῦντων, παρακολουθεῖτωσαν

부정사 παρακολούθειν

분사 남성여성중성
παρακολουθων

παρακολουθουντος

παρακολουθουσα

παρακολουθουσης

παρακολουθουν

παρακολουθουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακολούθουμαι

παρακολούθει, παρακολούθῃ

παρακολούθειται

쌍수 παρακολούθεισθον

παρακολούθεισθον

복수 παρακολουθοῦμεθα

παρακολούθεισθε

παρακολούθουνται

접속법단수 παρακολούθωμαι

παρακολούθῃ

παρακολούθηται

쌍수 παρακολούθησθον

παρακολούθησθον

복수 παρακολουθώμεθα

παρακολούθησθε

παρακολούθωνται

기원법단수 παρακολουθοίμην

παρακολούθοιο

παρακολούθοιτο

쌍수 παρακολούθοισθον

παρακολουθοίσθην

복수 παρακολουθοίμεθα

παρακολούθοισθε

παρακολούθοιντο

명령법단수 παρακολούθου

παρακολουθεῖσθω

쌍수 παρακολούθεισθον

παρακολουθεῖσθων

복수 παρακολούθεισθε

παρακολουθεῖσθων, παρακολουθεῖσθωσαν

부정사 παρακολούθεισθαι

분사 남성여성중성
παρακολουθουμενος

παρακολουθουμενου

παρακολουθουμενη

παρακολουθουμενης

παρακολουθουμενον

παρακολουθουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακολουθήσω

παρακολουθήσεις

παρακολουθήσει

쌍수 παρακολουθήσετον

παρακολουθήσετον

복수 παρακολουθήσομεν

παρακολουθήσετε

παρακολουθήσουσιν*

기원법단수 παρακολουθήσοιμι

παρακολουθήσοις

παρακολουθήσοι

쌍수 παρακολουθήσοιτον

παρακολουθησοίτην

복수 παρακολουθήσοιμεν

παρακολουθήσοιτε

παρακολουθήσοιεν

부정사 παρακολουθήσειν

분사 남성여성중성
παρακολουθησων

παρακολουθησοντος

παρακολουθησουσα

παρακολουθησουσης

παρακολουθησον

παρακολουθησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 παρακολουθήσομαι

παρακολουθήσει, παρακολουθήσῃ

παρακολουθήσεται

쌍수 παρακολουθήσεσθον

παρακολουθήσεσθον

복수 παρακολουθησόμεθα

παρακολουθήσεσθε

παρακολουθήσονται

기원법단수 παρακολουθησοίμην

παρακολουθήσοιο

παρακολουθήσοιτο

쌍수 παρακολουθήσοισθον

παρακολουθησοίσθην

복수 παρακολουθησοίμεθα

παρακολουθήσοισθε

παρακολουθήσοιντο

부정사 παρακολουθήσεσθαι

분사 남성여성중성
παρακολουθησομενος

παρακολουθησομενου

παρακολουθησομενη

παρακολουθησομενης

παρακολουθησομενον

παρακολουθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to follow beside

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION