Ancient Greek-English Dictionary Language

παραφορέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: παραφορέω παραφορήσω

Structure: παρα (Prefix) + φορέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: = parafe/rw

Sense

  1. to set before

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραφόρω παραφόρεις παραφόρει
Dual παραφόρειτον παραφόρειτον
Plural παραφόρουμεν παραφόρειτε παραφόρουσιν*
SubjunctiveSingular παραφόρω παραφόρῃς παραφόρῃ
Dual παραφόρητον παραφόρητον
Plural παραφόρωμεν παραφόρητε παραφόρωσιν*
OptativeSingular παραφόροιμι παραφόροις παραφόροι
Dual παραφόροιτον παραφοροίτην
Plural παραφόροιμεν παραφόροιτε παραφόροιεν
ImperativeSingular παραφο͂ρει παραφορεῖτω
Dual παραφόρειτον παραφορεῖτων
Plural παραφόρειτε παραφοροῦντων, παραφορεῖτωσαν
Infinitive παραφόρειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραφορων παραφορουντος παραφορουσα παραφορουσης παραφορουν παραφορουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραφόρουμαι παραφόρει, παραφόρῃ παραφόρειται
Dual παραφόρεισθον παραφόρεισθον
Plural παραφοροῦμεθα παραφόρεισθε παραφόρουνται
SubjunctiveSingular παραφόρωμαι παραφόρῃ παραφόρηται
Dual παραφόρησθον παραφόρησθον
Plural παραφορώμεθα παραφόρησθε παραφόρωνται
OptativeSingular παραφοροίμην παραφόροιο παραφόροιτο
Dual παραφόροισθον παραφοροίσθην
Plural παραφοροίμεθα παραφόροισθε παραφόροιντο
ImperativeSingular παραφόρου παραφορεῖσθω
Dual παραφόρεισθον παραφορεῖσθων
Plural παραφόρεισθε παραφορεῖσθων, παραφορεῖσθωσαν
Infinitive παραφόρεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραφορουμενος παραφορουμενου παραφορουμενη παραφορουμενης παραφορουμενον παραφορουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραφορήσω παραφορήσεις παραφορήσει
Dual παραφορήσετον παραφορήσετον
Plural παραφορήσομεν παραφορήσετε παραφορήσουσιν*
OptativeSingular παραφορήσοιμι παραφορήσοις παραφορήσοι
Dual παραφορήσοιτον παραφορησοίτην
Plural παραφορήσοιμεν παραφορήσοιτε παραφορήσοιεν
Infinitive παραφορήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
παραφορησων παραφορησοντος παραφορησουσα παραφορησουσης παραφορησον παραφορησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular παραφορήσομαι παραφορήσει, παραφορήσῃ παραφορήσεται
Dual παραφορήσεσθον παραφορήσεσθον
Plural παραφορησόμεθα παραφορήσεσθε παραφορήσονται
OptativeSingular παραφορησοίμην παραφορήσοιο παραφορήσοιτο
Dual παραφορήσοισθον παραφορησοίσθην
Plural παραφορησοίμεθα παραφορήσοισθε παραφορήσοιντο
Infinitive παραφορήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
παραφορησομενος παραφορησομενου παραφορησομενη παραφορησομενης παραφορησομενον παραφορησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καίτοι Δείνων φησὶν ὅτι Οἄρσησ, ἀλλὰ τὸν Κτησίαν, εἰ καὶ τἆλλα μύθων ἀπιθάνων καὶ παραφόρων ἐμβέβληκεν εἰσ τὰ βιβλία παντοδαπὴν πυλαίαν, οὐκ εἰκόσ ἐστιν ἀγνοεῖν τοὔνομα τοῦ βασιλέωσ παρ’ ᾧ διέτριβε θεραπεύων αὐτὸν καὶ γυναῖκα καὶ μητέρα καὶ παῖδασ. (Plutarch, Artaxerxes, chapter 1 2:3)

Synonyms

  1. to set before

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION