Ancient Greek-English Dictionary Language

παιδευτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: παιδευτός παιδευτή παιδευτόν

Structure: παιδευτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from paideu/w

Sense

  1. to be gained by education

Examples

  • παιδευτῶν ἀπειρίαν ἅμα καὶ μοχθηρίαν, ὅμωσ τούτοισ ἐπιτρέπουσι τοὺσ παῖδασ, οἱ μὲν ταῖσ τῶν ἀρεσκευομένων ἡττώμενοι κολακείαισ, εἰσὶ δ’ οἳ καὶ δεομένοισ χαριζόμενοι φίλοισ, παρόμοιον ποιοῦντεσ ὥσπερ ἂν εἴ τισ τῷ σώματι κάμνων τὸν σὺν ἐπιστήμῃ δυνηθέντ’ ἂν σῶσαι παραλιπών, φίλῳ χαριζόμενοσ τὸν δι’ ἀπειρίαν ἀπολέσαντ’ ἂν αὐτὸν προέλοιτο, ἢ ναύκληρον τὸν ἄριστον ἀφεὶσ τὸν χείριστον δοκιμάσειε φίλου δεηθέντοσ. (Plutarch, De liberis educandis, section 7 9:1)

Synonyms

  1. to be gained by education

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION