Ancient Greek-English Dictionary Language

ὀψοποιός

Second declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ὀψοποιός ὀψοποιοῦ

Structure: ὀψοποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poi/ew

Sense

  1. one who cooks meat, a cook

Declension

Second declension

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ γὰρ ἦν πλέον τι τῶν ἄλλων πρὸσ τὴν τέχνην εὐφυήσ, ὥστε τοὺσ ὀψοποιοὺσ ὁσημέραι ἔπεμπεν παρὰ τοῦτον ὁ Διονύσιοσ ὥσ τι παρ’ αὐτοῦ μαθησομένουσ. (Lucian, De parasito sive artem esse parasiticam, (no name) 33:5)
  • Παυσανίαν οὖν ἰδόντα τὴν τοῦ Μαρδονίου παρασκευὴν χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ καὶ παραπετάσμασι ποικίλοισ κατεσκευασμένην κελεῦσαι τοὺσ ἀρτοποιοὺσ καὶ ὀψοποιοὺσ κατὰ ταὐτὰ καθὼσ Μαρδονίῳ δεῖπνον παρασκευάσαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 154)
  • "παλλακίδασ εὑρ͂ον μουσουργοὺσ τοῦ βασιλέωσ τριακοσίασ εἴκοσι ἐννέα, ἄνδρασ στεφανοπλόκουσ ἓξ καὶ τεσσαράκοντα, ὀψοποιοὺσ διακοσίουσ ἑβδομήκοντα ἑπτά, χυτρεψοὺσ εἴκοσι ἐννέα, γαλακτουργοὺσ τρεισκαίδεκα, ποτηματοποιοὺσ ἑπτακαίδεκα, οἰνοηθητὰσ ἑβδομήκοντα, μυροποιοὺσ τεσσαράκοντα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 87 1:1)
  • λέγεται δὲ καὶ Ἀλέξανδροσ εἰπεῖν τοὺσ τῆσ Ἄδασ ὀψοποιοὺσ ἀποπεμψάμενοσ ὡσ· (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 9 9:3)
  • νῦν δὲ τοὺσ μὲν ὀψοποιοὺσ ἐπανορθοῦσιν, ἐμπείρωσ διαισθανόμενοι ποῦ πλέον τὸ γλυκὺ τοῦ προσήκοντοσ ἢ τὸ ἁλμυρὸν ἢ τὸ αὐστηρὸν ἔνεστιν· (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 26 6:2)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION