헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ὀργίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ὀργίζω

형태분석: ὀργίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 긁다, 흥분시키다, 화나게 하다, 분발케 하다
  2. ~와 비교하다, 관계되어 있다, ~에 속하다, 눕다
  1. to make angry, provoke to anger, irritate
  2. to grow angry, be wroth, with

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀργίζω

(나는) 긁는다

ὀργίζεις

(너는) 긁는다

ὀργίζει

(그는) 긁는다

쌍수 ὀργίζετον

(너희 둘은) 긁는다

ὀργίζετον

(그 둘은) 긁는다

복수 ὀργίζομεν

(우리는) 긁는다

ὀργίζετε

(너희는) 긁는다

ὀργίζουσιν*

(그들은) 긁는다

접속법단수 ὀργίζω

(나는) 긁자

ὀργίζῃς

(너는) 긁자

ὀργίζῃ

(그는) 긁자

쌍수 ὀργίζητον

(너희 둘은) 긁자

ὀργίζητον

(그 둘은) 긁자

복수 ὀργίζωμεν

(우리는) 긁자

ὀργίζητε

(너희는) 긁자

ὀργίζωσιν*

(그들은) 긁자

기원법단수 ὀργίζοιμι

(나는) 긁기를 (바라다)

ὀργίζοις

(너는) 긁기를 (바라다)

ὀργίζοι

(그는) 긁기를 (바라다)

쌍수 ὀργίζοιτον

(너희 둘은) 긁기를 (바라다)

ὀργιζοίτην

(그 둘은) 긁기를 (바라다)

복수 ὀργίζοιμεν

(우리는) 긁기를 (바라다)

ὀργίζοιτε

(너희는) 긁기를 (바라다)

ὀργίζοιεν

(그들은) 긁기를 (바라다)

명령법단수 ό̓ργιζε

(너는) 긁어라

ὀργιζέτω

(그는) 긁어라

쌍수 ὀργίζετον

(너희 둘은) 긁어라

ὀργιζέτων

(그 둘은) 긁어라

복수 ὀργίζετε

(너희는) 긁어라

ὀργιζόντων, ὀργιζέτωσαν

(그들은) 긁어라

부정사 ὀργίζειν

긁는 것

분사 남성여성중성
ὀργιζων

ὀργιζοντος

ὀργιζουσα

ὀργιζουσης

ὀργιζον

ὀργιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὀργίζομαι

(나는) 긁어진다

ὀργίζει, ὀργίζῃ

(너는) 긁어진다

ὀργίζεται

(그는) 긁어진다

쌍수 ὀργίζεσθον

(너희 둘은) 긁어진다

ὀργίζεσθον

(그 둘은) 긁어진다

복수 ὀργιζόμεθα

(우리는) 긁어진다

ὀργίζεσθε

(너희는) 긁어진다

ὀργίζονται

(그들은) 긁어진다

접속법단수 ὀργίζωμαι

(나는) 긁어지자

ὀργίζῃ

(너는) 긁어지자

ὀργίζηται

(그는) 긁어지자

쌍수 ὀργίζησθον

(너희 둘은) 긁어지자

ὀργίζησθον

(그 둘은) 긁어지자

복수 ὀργιζώμεθα

(우리는) 긁어지자

ὀργίζησθε

(너희는) 긁어지자

ὀργίζωνται

(그들은) 긁어지자

기원법단수 ὀργιζοίμην

(나는) 긁어지기를 (바라다)

ὀργίζοιο

(너는) 긁어지기를 (바라다)

ὀργίζοιτο

(그는) 긁어지기를 (바라다)

쌍수 ὀργίζοισθον

(너희 둘은) 긁어지기를 (바라다)

ὀργιζοίσθην

(그 둘은) 긁어지기를 (바라다)

복수 ὀργιζοίμεθα

(우리는) 긁어지기를 (바라다)

ὀργίζοισθε

(너희는) 긁어지기를 (바라다)

ὀργίζοιντο

(그들은) 긁어지기를 (바라다)

명령법단수 ὀργίζου

(너는) 긁어져라

ὀργιζέσθω

(그는) 긁어져라

쌍수 ὀργίζεσθον

(너희 둘은) 긁어져라

ὀργιζέσθων

(그 둘은) 긁어져라

복수 ὀργίζεσθε

(너희는) 긁어져라

ὀργιζέσθων, ὀργιζέσθωσαν

(그들은) 긁어져라

부정사 ὀργίζεσθαι

긁어지는 것

분사 남성여성중성
ὀργιζομενος

ὀργιζομενου

ὀργιζομενη

ὀργιζομενης

ὀργιζομενον

ὀργιζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ώ̓ργιζον

(나는) 긁고 있었다

ώ̓ργιζες

(너는) 긁고 있었다

ώ̓ργιζεν*

(그는) 긁고 있었다

쌍수 ὠργίζετον

(너희 둘은) 긁고 있었다

ὠργιζέτην

(그 둘은) 긁고 있었다

복수 ὠργίζομεν

(우리는) 긁고 있었다

ὠργίζετε

(너희는) 긁고 있었다

ώ̓ργιζον

(그들은) 긁고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ὠργιζόμην

(나는) 긁어지고 있었다

ὠργίζου

(너는) 긁어지고 있었다

ὠργίζετο

(그는) 긁어지고 있었다

쌍수 ὠργίζεσθον

(너희 둘은) 긁어지고 있었다

ὠργιζέσθην

(그 둘은) 긁어지고 있었다

복수 ὠργιζόμεθα

(우리는) 긁어지고 있었다

ὠργίζεσθε

(너희는) 긁어지고 있었다

ὠργίζοντο

(그들은) 긁어지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Δίωνα δὴ ἐγὼ λέγων ταῦτά τε καὶ ἄλλα τοιαῦτα ἔπειθον, καὶ τοῖσ ἀποκτείνασιν ἐκεῖνον δικαιότατ’ ἂν ὀργιζοίμην ἐγὼ τρόπον τινὰ ὁμοιότατα καὶ Διονυσίῳ· (Plato, Epistles, Letter 7 78:2)

    (플라톤, Epistles, Letter 7 78:2)

  • καὶ ἐγώ, ὦ ἄνδρεσ δικασταί, συνειδὼσ ὅτι ἐψεύδετο καὶ ἀναισχυντεῖν ἐπεχείρει, καὶ ὅτι οὐδεὶσ ἦν ἄλλοσ τῷ Κόμωνι γένει ἐγγυτέρω ἐμοῦ, τὸ μὲν πρῶτον ὡσ οἱο͂́ν τε μάλιστα ὠργίσθην καὶ ἠγανάκτησα ἐπὶ τῇ ἀναισχυντίᾳ τοῦ λόγου, ἔπειτα δὲ ἐλογισάμην πρὸσ ἐμαυτὸν ὅτι οὐκ ἐν καιρῷ ὀργιζοίμην, καὶ τούτῳ ἀπεκρινάμην ὅτι ἐν μὲν τῷ παρόντι προσήκει θάπτειν τὸν τετελευτηκότα καὶ τἄλλα ποιεῖν τὰ νομιζόμενα, ἐπειδὰν δὲ τούτων ἁπάντων ἐπιμεληθῶμεν, τόθ’ ἡμῖν αὐτοῖσ διαλεξόμεθα. (Demosthenes, Speeches 41-50, 8:2)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 8:2)

  • ὥστε οὔθ’ ὅπωσ οὖν ὀργιζοίμην εἶχον καὶ ἀποστερηθείην τῆσ τούτου συνουσίασ, οὔτε ὅπῃ προσαγαγοίμην αὐτὸν ηὐπόρουν. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 510:2)

    (플라톤, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 510:2)

유의어

  1. 긁다

  2. ~와 비교하다

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION