συνοργίζομαι
비축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνοργίζομαι
συνωργίσθην
형태분석:
συν
(접두사)
+
ὀργίζ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to be angry together with
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐγὼ μὲν γὰρ ἀδικώτατον εἶναί φημι τὸ τοιοῦτον, ἀπεράντουσ γίνεσθαι καὶ ^ τῶν παίδων τὰσ τιμωρίασ καὶ πολλὰσ τὰσ καταδίκασ καὶ τὸν φόβον ἀΐδιον καὶ τὸν νόμον ἄρτι μὲν συνοργίζεσθαι, μετὰ μικρὸν δὲ λύεσθαι, καὶ πάλιν ὁμοίωσ ἰσχυρὸν εἶναι, καὶ ὅλωσ ἄνω καὶ κάτω στρέφεσθαι τὰ δίκαια πρὸσ τὸ ἐπὶ καιροῦ δοκοῦν πατράσιν. (Lucian, Abdicatus, (no name) 9:2)
(루키아노스, Abdicatus, (no name) 9:2)
- τῷ μὲν γὰρ ἐρῶντι συνερῶσιν οἱ νεαροὶ καὶ ἄκακοι τῶν φίλων, τῷ δ’ ὀργιζομένῳ καὶ διαφερομένῳ πρὸσ ἀδελφὸν οἱ κακοηθέστατοι τῶν ἐχθρῶν συναγανακτεῖν καὶ συνοργίζεσθαι δοκοῦσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 1:3)
(플루타르코스, De fraterno amore, section 19 1:3)
- τῷ μὲν γὰρ ἐρῶντι συνερῶσιν οἱ νεαροὶ καὶ ἄκακοι τῶν φίλων, τῷ δ’ ὀργιζομένῳ καὶ διαφερομένῳ πρὸσ ἀδελφὸν οἱ κακοηθέστατοι τῶν ἐχθρῶν συναγανακτεῖν καὶ συνοργίζεσθαι δοκοῦσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 3:3)
(플루타르코스, De fraterno amore, section 19 3:3)
- ἢ πόθεν μᾶλλον ἄρξασθαι ἔπρεπεν ἢ ἀπ’ αὐτοῦ τοῦ ἀδικήματοσ καὶ τῆσ ὕβρεωσ τοῦ Ἀλεξάνδρου, δἰ ἣν συνέστη ὁ πόλεμοσ, ἐπειδὴ συνωργίζοντο ἂν πάντεσ οἱ τῇ ποιήσει ἐντυγχάνοντεσ καὶ συνεφιλονίκουν ὑπὲρ τοῦ τέλουσ καὶ μηδεὶσ ἠλέει τοὺσ Τρῶασ ἐφ’ οἷσ ἔπασχον· (Dio, Chrysostom, Orationes, 33:1)
(디오, 크리소토모스, 연설, 33:1)
유의어
-
to be angry together with