Ancient Greek-English Dictionary Language

μυρίος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μυρίος

Structure: μυρι (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. numberless, countless, infinite, (poetic) measureless, immense, infinite
  2. (of time) endless
  3. (adverbial, in neuter plural) much, immensely, incessantly, (adverbial, singular dative) infinitely

Examples

  • πεσεῖται ἐκ τοῦ κλίτουσ σου χιλιὰσ καὶ μυριὰσ ἐκ δεξιῶν σου, πρὸσ σὲ δὲ οὐκ ἐγγιεῖ. (Septuagint, Liber Psalmorum 90:7)
  • ταῦτα μὲν καὶ τὰ τοιαῦτα πολλὰ ἕτερα εἴποι τισ ἂν οἱο͂σ σὺ κατηγορῶν ἐν οὕτωσ ἀμφιλαφεῖ τῇ ὑποθέσει καὶ μυρίασ τὰσ ἀφορμὰσ παρεχομένῃ· (Lucian, Apologia 19:1)
  • καὶ ὅμωσ αὐτοσχέδια ὄντα οὕτω τοὺσ ἀνοήτουσ πέπεικεν, ὥστε οὐδεὶσ ἡμῖν οὐδὲ θύειν βούλεται, εἰδὼσ ὅτι, κἂν μυρίασ ἑκατόμβασ παραστήσῃ, ὅμωσ τὴν τύχην πράξουσαν τὰ μεμοιραμένα καὶ ἃ ἐξ ἀρχῆσ ἑκάστῳ ἐπεκλώσθη. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 13:4)
  • τοιγάρτοι μυρίασ ἤδη τοῖσ τραγῳδοδιδασκάλοισ ἀφορμὰσ εἰσ τὰ δράματα τὸ τοιοῦτο παρέσχηται, τοὺσ Λαβδακίδασ καὶ τοὺσ Πελοπίδασ καὶ τὰ τούτοισ παραπλήσια· (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 1:4)
  • ἅπαντα γὰρ δόξησ ἕνεκα γενόμενοσ καὶ μυρίασ τροπὰσ τραπόμενοσ, τὰ τελευταῖα ταῦτα καὶ πῦρ ἐγένετο· (Lucian, De morte Peregrini, (no name) 1:2)

Synonyms

  1. endless

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION