헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μόρᾱ

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μόρᾱ μόρᾱς

형태분석: μορ (어간) + ᾱ (어미)

어원: mei/romai

  1. mora (a division of the Spartan army, varying in strength, at first six in number)
  2. 362–354 BC, Xenophon, Ἑλληνικά in Xenophontis Opera Omnia, volume I (1900), Ἑλληνικῶν Β, chapter iv, § 31:

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ πόλισ ἡμῶν ἦν μεγάλη καὶ ἔνδοξοσ παρὰ τοῖσ Ἕλλησι καὶ τῶν προγόνων ἀξία, μετά γε τὰσ ἀρχαίασ ἐκείνασ πράξεισ, ὅτε Κόνων, ὡσ οἱ πρεσβύτεροι λέγουσιν, ἐνίκησε τὴν ἐν Κνίδῳ ναυμαχίαν, ὅτ’ Ἰφικράτησ ἀνεῖλε τὴν Λακεδαιμονίων μόραν, ὅτε Χαβρίασ ἐν Νάξῳ κατεναυμάχησε τὰσ Λακεδαιμονίων τριήρεισ, ὅτε Τιμόθεοσ τὴν ἐν Κερκύρᾳ ναυμαχίαν ἐνίκησε. (Dinarchus, Speeches, 90:2)

    (디나르코스, 연설, 90:2)

  • ἀλλ’ ἐν ᾧ Τιμόθεοσ Εὔβοιαν ἠλευθέρου καὶ Χαβρίασ περὶ Νάξον ἐναυμάχει καὶ περὶ Λέχαιον Ἰφικράτησ κατέκοπτε τὴν Λακεδαιμονίων μόραν, καὶ πᾶσαν ἐλευθερώσασ πόλιν ὁ δῆμοσ ἰσόψηφον αὐτοῖσ τὴν Ἑλλάδα κατέστησεν, οἴκοι καθῆστο βιβλίον ἀναπλάττων τοῖσ ὀνόμασιν, ὅσῳ χρόνῳ τὰ προπύλαια Περικλῆσ ἀνέστησε καὶ τοὺσ ἑκατομπέδουσ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 8 4:1)

    (플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 8 4:1)

  • τὴν Λακεδαιμονίων μόραν, καὶ πᾶσαν ἐλευθερώσασ πόλιν ὁ δῆμοσ ἰσόψηφον αὐτοῖσ τὴν Ἑλλάδα κατέστησεν, οἴκοι καθῆστο βιβλίον ἀναπλάττων τοῖσ ὀνόμασιν, ὅσῳ χρόνῳ τὰ προπύλαια Περικλῆσ ἀνέστησε καὶ τοὺσ ἑκατομπέδουσ. (Plutarch, De gloria Atheniensium, section 8 13:1)

    (플루타르코스, De gloria Atheniensium, section 8 13:1)

  • οὔπω γὰρ ἀπηλλαγμένων τῶν Θηβαίων ἧκόν τινεσ ἀπαγγέλλοντεσ αὐτῷ τήν μόραν ὑπό Ἰφικράτουσ κατακεκόφθαι. (Plutarch, Agesilaus, chapter 22 2:2)

    (플루타르코스, Agesilaus, chapter 22 2:2)

  • ἦσαν δὲ δύο μόραι Λακεδαιμονίων, τὴν δὲ μόραν Ἔφοροσ μὲν ἄνδρασ εἶναι πεντακοσίουσ φησί, Καλλισθένησ δ’ ἑπτακοσίουσ, ἄλλοι δέ τινεσ ἐνακοσίουσ, ὧν Πολύβιόσ ἐστι. (Plutarch, Pelopidas, chapter 17 2:2)

    (플루타르코스, Pelopidas, chapter 17 2:2)

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION