Ancient Greek-English Dictionary Language

μολπάζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μολπάζω

Structure: μολπάζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: only in pres.

Sense

  1. to sing of

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μολπάζω μολπάζεις μολπάζει
Dual μολπάζετον μολπάζετον
Plural μολπάζομεν μολπάζετε μολπάζουσιν*
SubjunctiveSingular μολπάζω μολπάζῃς μολπάζῃ
Dual μολπάζητον μολπάζητον
Plural μολπάζωμεν μολπάζητε μολπάζωσιν*
OptativeSingular μολπάζοιμι μολπάζοις μολπάζοι
Dual μολπάζοιτον μολπαζοίτην
Plural μολπάζοιμεν μολπάζοιτε μολπάζοιεν
ImperativeSingular μόλπαζε μολπαζέτω
Dual μολπάζετον μολπαζέτων
Plural μολπάζετε μολπαζόντων, μολπαζέτωσαν
Infinitive μολπάζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μολπαζων μολπαζοντος μολπαζουσα μολπαζουσης μολπαζον μολπαζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μολπάζομαι μολπάζει, μολπάζῃ μολπάζεται
Dual μολπάζεσθον μολπάζεσθον
Plural μολπαζόμεθα μολπάζεσθε μολπάζονται
SubjunctiveSingular μολπάζωμαι μολπάζῃ μολπάζηται
Dual μολπάζησθον μολπάζησθον
Plural μολπαζώμεθα μολπάζησθε μολπάζωνται
OptativeSingular μολπαζοίμην μολπάζοιο μολπάζοιτο
Dual μολπάζοισθον μολπαζοίσθην
Plural μολπαζοίμεθα μολπάζοισθε μολπάζοιντο
ImperativeSingular μολπάζου μολπαζέσθω
Dual μολπάζεσθον μολπαζέσθων
Plural μολπάζεσθε μολπαζέσθων, μολπαζέσθωσαν
Infinitive μολπάζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μολπαζομενος μολπαζομενου μολπαζομενη μολπαζομενης μολπαζομενον μολπαζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to sing of

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION