Ancient Greek-English Dictionary Language

μεταγράφω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: μεταγράφω μεταγράψω

Structure: μετα (Prefix) + γράφ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to write differently, to alter or correct what one has written, to alter the record
  2. to translate, having got, translated
  3. to transcribe

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταγράφω μεταγράφεις μεταγράφει
Dual μεταγράφετον μεταγράφετον
Plural μεταγράφομεν μεταγράφετε μεταγράφουσιν*
SubjunctiveSingular μεταγράφω μεταγράφῃς μεταγράφῃ
Dual μεταγράφητον μεταγράφητον
Plural μεταγράφωμεν μεταγράφητε μεταγράφωσιν*
OptativeSingular μεταγράφοιμι μεταγράφοις μεταγράφοι
Dual μεταγράφοιτον μεταγραφοίτην
Plural μεταγράφοιμεν μεταγράφοιτε μεταγράφοιεν
ImperativeSingular μεταγράφε μεταγραφέτω
Dual μεταγράφετον μεταγραφέτων
Plural μεταγράφετε μεταγραφόντων, μεταγραφέτωσαν
Infinitive μεταγράφειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταγραφων μεταγραφοντος μεταγραφουσα μεταγραφουσης μεταγραφον μεταγραφοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταγράφομαι μεταγράφει, μεταγράφῃ μεταγράφεται
Dual μεταγράφεσθον μεταγράφεσθον
Plural μεταγραφόμεθα μεταγράφεσθε μεταγράφονται
SubjunctiveSingular μεταγράφωμαι μεταγράφῃ μεταγράφηται
Dual μεταγράφησθον μεταγράφησθον
Plural μεταγραφώμεθα μεταγράφησθε μεταγράφωνται
OptativeSingular μεταγραφοίμην μεταγράφοιο μεταγράφοιτο
Dual μεταγράφοισθον μεταγραφοίσθην
Plural μεταγραφοίμεθα μεταγράφοισθε μεταγράφοιντο
ImperativeSingular μεταγράφου μεταγραφέσθω
Dual μεταγράφεσθον μεταγραφέσθων
Plural μεταγράφεσθε μεταγραφέσθων, μεταγραφέσθωσαν
Infinitive μεταγράφεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταγραφομενος μεταγραφομενου μεταγραφομενη μεταγραφομενης μεταγραφομενον μεταγραφομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταγράψω μεταγράψεις μεταγράψει
Dual μεταγράψετον μεταγράψετον
Plural μεταγράψομεν μεταγράψετε μεταγράψουσιν*
OptativeSingular μεταγράψοιμι μεταγράψοις μεταγράψοι
Dual μεταγράψοιτον μεταγραψοίτην
Plural μεταγράψοιμεν μεταγράψοιτε μεταγράψοιεν
Infinitive μεταγράψειν
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταγραψων μεταγραψοντος μεταγραψουσα μεταγραψουσης μεταγραψον μεταγραψοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular μεταγράψομαι μεταγράψει, μεταγράψῃ μεταγράψεται
Dual μεταγράψεσθον μεταγράψεσθον
Plural μεταγραψόμεθα μεταγράψεσθε μεταγράψονται
OptativeSingular μεταγραψοίμην μεταγράψοιο μεταγράψοιτο
Dual μεταγράψοισθον μεταγραψοίσθην
Plural μεταγραψοίμεθα μεταγράψοισθε μεταγράψοιντο
Infinitive μεταγράψεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
μεταγραψομενος μεταγραψομενου μεταγραψομενη μεταγραψομενης μεταγραψομενον μεταγραψομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἃ δ’ οὐ καλῶσ ἔγνων τότ’, αὖθισ μεταγράφω καλῶσ πάλιν ἐσ τήνδε δέλτον, ἣν κατ’ εὐφρόνησ σκιὰν λύοντα καὶ συνδοῦντά μ’ εἰσεῖδεσ, γέρον. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode 2:11)

Synonyms

  1. to translate

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION