Ancient Greek-English Dictionary Language

μαχαιροποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μαχαιροποιός μαχαιροποιόν

Structure: μαχαιροποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poie/w

Sense

  1. a cutler

Examples

  • ἐργαστήρια μαχαιροποιῶν. (Plutarch, De genio Socratis, section 34 4:1)
  • διαπραξάμενοι δὲ ταῦτα καὶ τοῖσ περὶ Μέλωνα συμβαλόντεσ ἔπεμψαν μὲν εἰσ τὴν Ἀττικὴν ἐπὶ τοὺσ ὑπολελειμμένουσ ἐκεῖ τῶν φυγάδων, ἐκάλουν δὲ τοὺσ πολίτασ ἐπὶ τὴν ἐλευθερίαν, καὶ τοὺσ προσιόντασ ὥπλιζον, ἀφαιροῦντεσ ἀπὸ τῶν στοῶν τὰ περικείμενα σκῦλα, καὶ τὰ περὶ τὴν οἰκίαν ἐργαστήρια δορυξόων καὶ μαχαιροποιῶν ἀναρρηγνύντεσ. (Plutarch, Pelopidas, chapter 12 1:1)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION