Ancient Greek-English Dictionary Language

μαχαιροποιός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: μαχαιροποιός μαχαιροποιόν

Structure: μαχαιροποι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: poie/w

Sense

  1. a cutler

Examples

  • ὁ μὲν ταῦτα φήσει, ἀλαζὼν καὶ ἀρχαῖοσ ὡσ ἀληθῶσ καὶ Κρονικὸσ ἄνθρωποσ, νεκροὺσ εἰσ μίμησιν παλαιοὺσ προτιθεὶσ καὶ ἀνορύττειν ἀξιῶν λόγουσ πάλαι κατορωρυγμένουσ ὥσ τι μέγιστον ἀγαθόν, μαχαιροποιοῦ υἱὸν καὶ ἄλλον Ἀτρομήτου τινὸσ γραμματιστοῦ ζηλοῦν ἀξιῶν, καὶ ταῦτα ἐν εἰρήνῃ μήτε Φιλίππου ἐπιόντοσ μήτε Ἀλεξάνδρου ἐπιτάττοντοσ, ὅπου τὰ ἐκείνων ἴσωσ ἐδόκει χρήσιμα, οὐκ εἰδὼσ ὁποία νῦν κεκαινοτόμηται ταχεῖα καὶ ἀπράγμων καὶ εἰσ τὸ εὐθὺ τῆσ ῥητορικῆσ ὁδόσ. (Lucian, Rhetorum praeceptor, (no name) 10:1)
  • καὶ σεμνολογεῖ ὡσ οὐκ εἰδόσι τούτοισ ὅτι Δημοσθένουσ υἱὸσ εἶ νόθοσ τοῦ μαχαιροποιοῦ; (Aeschines, Speeches, , section 933)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION