λιμήν
Third declension Noun; Masculine
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λιμήν
λιμένος
Structure:
λιμην
(Stem)
Sense
- a harbour, haven, creek, havens of refuge from
- a haven, retreat, refuge, a haven of, a harbour of refuge
- a place of resort, receptacle, filled
Declension
Third declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Ἰλιόθεν δ’ ἔκλυόν τινοσ ἐν λιμέσιν Ναυπλίοισι βεβῶτοσ τᾶσ σᾶσ, ὦ Θέτιδοσ παῖ, κλεινᾶσ ἀσπίδοσ ἐν κύκλῳ τοιάδε σήματα, δείματα Φρύγια, τετύχθαι· (Euripides, choral, strophe 21)
- οὐ δεῖ δὴ θαυμάζειν ὅτι τοὺσ Καυνίουσ φασὶ πλοίου προσφερομένου τοῖσ λιμέσιν ὑπὸ λῃστρίδων διωκομένου μὴ δέχεσθαι τὸ πρῶτον, ἀλλ’ ἀπείργειν, εἶτα μέντοι διαπυνθανομένουσ εἰ γινώσκουσιν ᾄσματα τῶν Εὐριπίδου, φησάντων ἐκείνων, οὕτω παρεῖναι καὶ καταγαγεῖν τὸ πλοῖον. (Plutarch, , chapter 29 3:2)
- προσπελάσῃ λιμέσιν, μεμφέσθω μὴ λαῖτμα κακόξενον, ἀλλ’ ἑό τόλμαν, ὅστισ ἀφ’ ἡμετέρου πείσματ’ ἔλυσε τάφου. (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 2643)
- τοῦ βυθοῦ κλυσθέντοσ ἰσχυρῶσ καὶ χειμῶνοσ ἔξω γενομένου πολλάκισ ἀδήλωσ ἐπεσήμηνε καὶ τοῖσ λιμέσιν. (Dio, Chrysostom, Orationes, 16:2)
- ἀμφοτέρων δὲ τοῦτον τὸν τρόπον παρεσκευασμένων ὁ Δημήτριοσ τὸ μὲν πρῶτον ἐπιβαλόμενοσ προσάγειν τὰσ μηχανὰσ τοῖσ λιμέσιν ἐκωλύθη κλύδωνοσ ἐπιγενομένου τραχυτέρου· (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 86 1:1)
Synonyms
-
a harbour
- ὅρμος (a haven, place of shelter or refuge)
-
a haven
- ὅρμος (a haven, place of shelter or refuge)