Ancient Greek-English Dictionary Language

λεκτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεκτικός λεκτική λεκτικόν

Structure: λεκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/gw3

Sense

  1. good at speaking, able to speak
  2. related to expression, stylistic

Examples

  • ἀλλ’ ὥσπερ ὅταν μάχεσθαι δέῃ, ὁ πλείστουσ χειρωσάμενοσ ἀλκιμώτατοσ δοξάζεται εἶναι, οὕτω καὶ ὅταν πεῖσαι δέῃ, ὁ πλείστουσ ὁμογνώμονασ ἡμῖν ποιήσασ οὗτοσ δικαίωσ ἂν λεκτικώτατόσ τε καὶ πρακτικώτατοσ κρίνοιτο ἂν εἶναι. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 5 55:1)

Synonyms

  1. good at speaking

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION