Ancient Greek-English Dictionary Language

λεκτικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: λεκτικός λεκτική λεκτικόν

Structure: λεκτικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: le/gw3

Sense

  1. good at speaking, able to speak
  2. related to expression, stylistic

Examples

  • ὑπεξαιρουμένησ δὲ τῆσ περιγραφῆσ πάσησ, τἆλλα πάντα ὠνόμασταί τε τοῖσ προσφυεστάτοισ ὀνόμασι καὶ περιείληπται τοῖσ ἐπιτηδειοτάτοισ σχηματισμοῖσ, ἀρετῆσ τε οὐδεμιᾶσ ὡσ εἰπεῖν οὔτε λεκτικῆσ οὔτε πραγματικῆσ ἐνδεῶσ ἔσχηκεν· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 261)
  • τῶν δὲ ῥυθμῶν ὁ μὲν ἡρῷοσ σεμνῆσ ἀλλ’ οὐ λεκτικῆσ ἁρμονίασ δεόμενοσ, ὁ δ’ ἰάμβοσ αὐτή ἐστιν ἡ λέξισ ἡ τῶν πολλῶν διὸ μάλιστα πάντων τῶν μέτρων ἰαμβεῖα φθέγγονται λέγοντεσ, δεῖ δὲ σεμνότητα γενέσθαι καὶ ἐκστῆσαι. (Aristotle, Rhetoric, Book 3, chapter 8 4:1)
  • τῇ τῆσ πειστικῆσ ἀρχούσῃ καὶ λεκτικῆσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 286:3)

Synonyms

  1. good at speaking

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION