- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λατομία?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: latomia 고전 발음: [라또미아] 신약 발음: [라또미아]

기본형: λατομία

형태분석: λατομι (어간) + α (어미)

  1. a quarry, a site for mining stone.

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τῶν δ ἐν ταῖς λατομίαις ὡς χρόνος ἱκανὸς διῆλθεν ταλαιπωρούντων, ἀξιωθεὶς ὁ βασιλεύς, ἵνα [πρὸς] κατάλυσιν αὐτοῖς καὶ σκέπην ἀπομερίσῃ, τὴν τότε τῶν ποιμένων ἐρημωθεῖσαν πόλιν Αὐάριν συνεχώρησεν: (Flavius Josephus, Contra Apionem, 263:1)

    (플라비우스 요세푸스, Contra Apionem, 263:1)

  • τὸν ἐκ τῶν λατομιῶν εὖ ἐποίησας ἀφείς, ἐλαφρὰ δὲ ἡ δέησις καὶ περὶ τῶν οἰκετῶν αὐτοῦ καὶ περὶ Ἡγησίππου τοῦ Ἀρίστωνος: (Plato, Epistles, Letter 2 32:4)

    (플라톤, Epistles, Letter 2 32:4)

  • τῶν δ Ἀθηναίων οἱ μὲν πλεῖστοι διεφθάρησαν ἐν ταῖς λατομίαις ὑπὸ νόσου καὶ διαίτης πονηρᾶς, εἰς ἡμέραν ἑκάστην κοτύλας δύο κριθῶν λαμβάνοντες καὶ μίαν ὕδατος, οὐκ ὀλίγοι δ ἐπράθησαν διακλαπέντες ἢ καὶ διαλαθόντες ὡς οἰκέται. (Plutarch, , chapter 29 1:1)

    (플루타르코스, , chapter 29 1:1)

  • ἐχθὲς ἐπὶ ξενίαν κληθείς, ὅτε καιρὸς ὕπνου μοι, τύλῃ ἐπεκλίνθην Γοργόνος ἢ Νιόβης, ἣν οὐδεὶς ὕφηνεν, ἀπέπρισε δ, ἢ πελεκήσας ἐκ τῶν λατομιῶν ἤγαγεν εἰς τὰ Πρόκλου. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 141)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 141)

  • ἐκ ποίων ἔταμες, Διονύσιε, τὰ ξύλα ταῦτα λατομιῶν· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2461)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2461)

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION