- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

λαιμαργία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: laimargia 고전 발음: [기아] 신약 발음: [래마기아]

기본형: λαιμαργία

형태분석: λαιμαργι (어간) + α (어미)

어원: from λαίμαργος

  1. 폭식, 대식
  1. gluttony

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 λαιμαργία

폭식이

λαιμαργία

폭식들이

λαιμαργίαι

폭식들이

속격 λαιμαργίας

폭식의

λαιμαργίαιν

폭식들의

λαιμαργιῶν

폭식들의

여격 λαιμαργίᾳ

폭식에게

λαιμαργίαιν

폭식들에게

λαιμαργίαις

폭식들에게

대격 λαιμαργίαν

폭식을

λαιμαργία

폭식들을

λαιμαργίας

폭식들을

호격 λαιμαργία

폭식아

λαιμαργία

폭식들아

λαιμαργίαι

폭식들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κατὰ δὲ τὸ σῶμα, παντοφαγία καὶ λαιμαργία καὶ μονοφαγία. (Septuagint, Liber Maccabees IV 1:26)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 1:26)

  • "ἀλλ ὥσπερ ἐπὶ σιτίον ἄγει καὶ ὄψον ἡ φύσις μετρίως καὶ ἱκανῶς τὴν ὄρεξιν, ἡ δ ὑπερβολὴ πάθος ἐνεργασαμένη λαιμαργία τις ἢ φιλοψία καλεῖται: (Plutarch, Amatorius, section 4 2:4)

    (플루타르코스, Amatorius, section 4 2:4)

  • ὑπερβάλλουσα γὰρ ἐν τούτοις φαίνεται αὐτοῦ λαιμαργία μετὰ τοῦ μηδὲ ἐν δέοντι τὰ περὶ τῆς γαστρὸς γνωμολογεῖν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 3 1:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 3 1:4)

유의어

  1. 폭식

관련어

명사

형용사

동사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION