헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κυβεύω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κυβεύω κυβεύσω

형태분석: κυβεύ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ku/bos

  1. to play at dice
  2. to run a risk or hazard, to hazard, venture on, to be set upon a stake

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κυβεύω

κυβεύεις

κυβεύει

쌍수 κυβεύετον

κυβεύετον

복수 κυβεύομεν

κυβεύετε

κυβεύουσιν*

접속법단수 κυβεύω

κυβεύῃς

κυβεύῃ

쌍수 κυβεύητον

κυβεύητον

복수 κυβεύωμεν

κυβεύητε

κυβεύωσιν*

기원법단수 κυβεύοιμι

κυβεύοις

κυβεύοι

쌍수 κυβεύοιτον

κυβευοίτην

복수 κυβεύοιμεν

κυβεύοιτε

κυβεύοιεν

명령법단수 κύβευε

κυβευέτω

쌍수 κυβεύετον

κυβευέτων

복수 κυβεύετε

κυβευόντων, κυβευέτωσαν

부정사 κυβεύειν

분사 남성여성중성
κυβευων

κυβευοντος

κυβευουσα

κυβευουσης

κυβευον

κυβευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κυβεύομαι

κυβεύει, κυβεύῃ

κυβεύεται

쌍수 κυβεύεσθον

κυβεύεσθον

복수 κυβευόμεθα

κυβεύεσθε

κυβεύονται

접속법단수 κυβεύωμαι

κυβεύῃ

κυβεύηται

쌍수 κυβεύησθον

κυβεύησθον

복수 κυβευώμεθα

κυβεύησθε

κυβεύωνται

기원법단수 κυβευοίμην

κυβεύοιο

κυβεύοιτο

쌍수 κυβεύοισθον

κυβευοίσθην

복수 κυβευοίμεθα

κυβεύοισθε

κυβεύοιντο

명령법단수 κυβεύου

κυβευέσθω

쌍수 κυβεύεσθον

κυβευέσθων

복수 κυβεύεσθε

κυβευέσθων, κυβευέσθωσαν

부정사 κυβεύεσθαι

분사 남성여성중성
κυβευομενος

κυβευομενου

κυβευομενη

κυβευομενης

κυβευομενον

κυβευομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to play at dice

  2. to run a risk or hazard

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION