헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κροτέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κροτέω

형태분석: κροτέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: kro/tos

  1. ~로 헤엄쳐가다, 항해하다
  2. 때리다, 두드리다, 타격하다, 치다, 부딪치다, 부딪다, 찧다
  1. to make to rattle, rattling, along
  2. to knock, strike, smite, to clap, to clap, applaud
  3. to hammer or weld together, to be wrought by the hammer, one mass
  4. to make a rattling noise

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρότω

(나는) ~로 헤엄쳐간다

κρότεις

(너는) ~로 헤엄쳐간다

κρότει

(그는) ~로 헤엄쳐간다

쌍수 κρότειτον

(너희 둘은) ~로 헤엄쳐간다

κρότειτον

(그 둘은) ~로 헤엄쳐간다

복수 κρότουμεν

(우리는) ~로 헤엄쳐간다

κρότειτε

(너희는) ~로 헤엄쳐간다

κρότουσιν*

(그들은) ~로 헤엄쳐간다

접속법단수 κρότω

(나는) ~로 헤엄쳐가자

κρότῃς

(너는) ~로 헤엄쳐가자

κρότῃ

(그는) ~로 헤엄쳐가자

쌍수 κρότητον

(너희 둘은) ~로 헤엄쳐가자

κρότητον

(그 둘은) ~로 헤엄쳐가자

복수 κρότωμεν

(우리는) ~로 헤엄쳐가자

κρότητε

(너희는) ~로 헤엄쳐가자

κρότωσιν*

(그들은) ~로 헤엄쳐가자

기원법단수 κρότοιμι

(나는) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

κρότοις

(너는) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

κρότοι

(그는) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

쌍수 κρότοιτον

(너희 둘은) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

κροτοίτην

(그 둘은) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

복수 κρότοιμεν

(우리는) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

κρότοιτε

(너희는) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

κρότοιεν

(그들은) ~로 헤엄쳐가기를 (바라다)

명령법단수 κρο͂τει

(너는) ~로 헤엄쳐가라

κροτεῖτω

(그는) ~로 헤엄쳐가라

쌍수 κρότειτον

(너희 둘은) ~로 헤엄쳐가라

κροτεῖτων

(그 둘은) ~로 헤엄쳐가라

복수 κρότειτε

(너희는) ~로 헤엄쳐가라

κροτοῦντων, κροτεῖτωσαν

(그들은) ~로 헤엄쳐가라

부정사 κρότειν

~로 헤엄쳐가는 것

분사 남성여성중성
κροτων

κροτουντος

κροτουσα

κροτουσης

κροτουν

κροτουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κρότουμαι

κρότει, κρότῃ

κρότειται

쌍수 κρότεισθον

κρότεισθον

복수 κροτοῦμεθα

κρότεισθε

κρότουνται

접속법단수 κρότωμαι

κρότῃ

κρότηται

쌍수 κρότησθον

κρότησθον

복수 κροτώμεθα

κρότησθε

κρότωνται

기원법단수 κροτοίμην

κρότοιο

κρότοιτο

쌍수 κρότοισθον

κροτοίσθην

복수 κροτοίμεθα

κρότοισθε

κρότοιντο

명령법단수 κρότου

κροτεῖσθω

쌍수 κρότεισθον

κροτεῖσθων

복수 κρότεισθε

κροτεῖσθων, κροτεῖσθωσαν

부정사 κρότεισθαι

분사 남성여성중성
κροτουμενος

κροτουμενου

κροτουμενη

κροτουμενης

κροτουμενον

κροτουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκρο͂τουν

(나는) ~로 헤엄쳐가고 있었다

ἐκρο͂τεις

(너는) ~로 헤엄쳐가고 있었다

ἐκρο͂τειν*

(그는) ~로 헤엄쳐가고 있었다

쌍수 ἐκρότειτον

(너희 둘은) ~로 헤엄쳐가고 있었다

ἐκροτεῖτην

(그 둘은) ~로 헤엄쳐가고 있었다

복수 ἐκρότουμεν

(우리는) ~로 헤엄쳐가고 있었다

ἐκρότειτε

(너희는) ~로 헤엄쳐가고 있었다

ἐκρο͂τουν

(그들은) ~로 헤엄쳐가고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκροτοῦμην

ἐκρότου

ἐκρότειτο

쌍수 ἐκρότεισθον

ἐκροτεῖσθην

복수 ἐκροτοῦμεθα

ἐκρότεισθε

ἐκρότουντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅμωσ δὲ δὶσ ἢ τρὶσ τοῦ ἔτουσ ἀνιόντεσ ἐπιλεξάμενοι τράγον ἔνορχην θύουσί μοι πολλῆσ τῆσ κινάβρασ ἀπόζοντα, εἶτ’ εὐωχοῦνται τὰ κρέα, ποιησάμενοί με τῆσ εὐφροσύνησ μάρτυρα καὶ ψιλῷ τιμήσαντεσ τῷ κρότῳ. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 10:10)

    (루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 10:10)

  • οὐδεὶσ γοῦν πρὸ σοῦ ἂν εἰσῆλθεν εἰσ τὸ θέατρον οὐδ’ ἂν ἐμήνυσεν ὅ τι τοὔνομα τῷ δράματι, ἀλλὰ σὺ κοσμίωσ πάνυ, χρυσᾶσ ἐμβάδασ ἔχων καὶ ἐσθῆτα τυραννικήν, προεισεπέμπου εὐμένειαν αἰτήσων παρὰ τοῦ θεάτρου, στεφάνουσ κομίζων καὶ κρότῳ ἀπιών, ἤδη τιμώμενοσ πρὸσ αὐτῶν. (Lucian, Pseudologista, (no name) 16:2)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 16:2)

  • ταῦτα δ’ ὡσ τῇ βουλῇ δοκοῦντα τοῦ δικτάτοροσ ἀνειπόντοσ ἐν τῷ δήμῳ, παραχρῆμα μὲν, οἱο͂ν εἰκὸσ, ἡδόμενοι τῇ βουλῇ διηλλάττοντο καὶ τὸν Κάμιλλον οἴκαδε κρότῳ καὶ βοῇ προέπεμπον. (Plutarch, Camillus, chapter 42 4:1)

    (플루타르코스, Camillus, chapter 42 4:1)

  • τῶν γὰρ ἱππικῶν πρότερον ἐν τοῖσ θεάτροισ ἀναμεμιγμένων τοῖσ πολλοῖσ καὶ μετὰ τοῦ δήμου θεωμένων ὡσ ἔτυχε, πρῶτοσ διέκρινεν ἐπὶ τιμῇ τοὺσ ἱππέασ ἀπὸ τῶν ἄλλων πολιτῶν Μᾶρκοσ Ὄθων στρατηγῶν, καὶ διένειμεν ἰδίαν ἐκείνοισ θέαν, ἣν ἔτι καὶ νῦν ἐξαίρετον ἔχουσι, τοῦτο πρὸσ ἀτιμίασ ὁ δῆμοσ ἔλαβε, καὶ φανέντοσ ἐν θεάτρῳ τοῦ Ὄθωνοσ ἐφυβρίζων ἐσύριττεν, οἱ δ’ ἱππεῖσ ὑπέλαβον κρότῳ τὸν ἄνδρα λαμπρῶσ, αὖθισ δὲ ὁ δῆμοσ ἐπέτεινε τὸν συριγμόν, εἶτα ἐκεῖνοι τὸν κρότον. (Plutarch, Cicero, chapter 13 2:1)

    (플루타르코스, Cicero, chapter 13 2:1)

  • εὐδοκιμοῦντοσ δ’ αὐτοῦ Σιλλάκησ ἐπιστὰσ τῷ ἀνδρῶνι καὶ προσκυνήσασ προὔβαλεν εἰσ μέσον τοῦ Κράσσου τὴν κεφαλήν, κρότῳ δὲ τῶν Πάρθων μετὰ κραυγῆσ καὶ χαρᾶσ ἀραμένων, τὸν μὲν Σιλλάκην κατέκλιναν οἱ ὑπηρέται βασιλέωσ κελεύσαντοσ, ὁ δ’ Ιἄσων τὰ μὲν τοῦ Πενθέωσ σκευοποιήματα παρέδωκέ τινι τῶν χορευτῶν, τῆσ δὲ τοῦ Κράσσου κεφαλῆσ λαβόμενοσ καὶ ἀναβακχεύσασ ἐπέραινεν ἐκεῖνα τὰ μέλη μετ’ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ᾠδῆσ· (Plutarch, chapter 33 2:2)

    (플루타르코스, chapter 33 2:2)

유의어

  1. 때리다

  2. to hammer or weld together

  3. to make a rattling noise

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION