- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κρήνη?

1군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: krēnē 고전 발음: [레:네:] 신약 발음: [레네]

기본형: κρήνη κρήνης

형태분석: κρην (어간) + η (어미)

  1. 샘, 우물, 분수
  1. well, spring, fountain
  2. (in the plural, poetic) waters

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κρήνη

샘이

κρήνα

샘들이

κρῆναι

샘들이

속격 κρήνης

샘의

κρήναιν

샘들의

κρηνῶν

샘들의

여격 κρήνῃ

샘에게

κρήναιν

샘들에게

κρήναις

샘들에게

대격 κρήνην

샘을

κρήνα

샘들을

κρήνας

샘들을

호격 κρήνη

샘아

κρήνα

샘들아

κρῆναι

샘들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • λιμναῖα κρηνῶν τέκνα, ξύναυλον ὕμνων βοὰν φθεγξώμεθ, εὔγηρυν ἐμὰν ἀοιδάν, κοὰξ κοάξ, ἣν ἀμφὶ Νυσήιον Διὸς Διόνυσον ἐν Λίμναισιν ἰαχήσαμεν, ἡνίχ ὁ κραιπαλόκωμος τοῖς ἱεροῖσι Χύτροισι χωρεῖ κατ ἐμὸν τέμενος λαῶν ὄχλος. (Aristophanes, Frogs, Prologue, trochees2)

    (아리스토파네스, Frogs, Prologue, trochees2)

  • ὤμοι ἐμῶν δεινῶν, λουτρῶν καὶ κρηνῶν, ἵνα θεαὶ μορφὰν ἐφαίδρυναν, ἔνθεν ἔμολεν κρίσις. (Euripides, Helen, episode, lyric 1:15)

    (에우리피데스, Helen, episode, lyric 1:15)

  • τὰς δ ἀρχὰς τὰς περὶ τὴν ἐγκύκλιον διοίκησιν ἁπάσας ποιοῦσι κληρωτάς, πλὴν ταμίου στρατιωτικῶν καὶ τῶν ἐπὶ τὸ θεωρικὸν καὶ τοῦ τῶν κρηνῶν ἐπιμελητοῦ. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 43 1:2)

    (아리스토텔레스, 아테네인들의 정치체제, work Ath. Pol., chapter 43 1:2)

  • ἐν τοῖς περὶ τήν πόλιν τενάγεσι, πολὺ μὲν ἐκ κρηνῶν πότιμον ὕδωρ, πολὺ δ ἐξ ἑλῶν καὶ ποταμῶν καταρρεόντων εἰς τήν θάλατταν δεχομένοις, πλῆθος ἐγχέλεων νέμεται, καὶ δαψίλεια τῆς ἄγρας τοῖς βουλομένοις ἀεὶ πάρεστι. (Plutarch, Timoleon, chapter 20 2:1)

    (플루타르코스, Timoleon, chapter 20 2:1)

  • πρὸς νῦν σε κρηνῶν καὶ θεῶν ὁμογνίων αἰτῶ πιθέσθαι καὶ παρεικαθεῖν, ἐπεὶ πτωχοὶ μὲν ἡμεῖς καὶ ξένοι, ξένος δὲ σύ. (Sophocles, Oedipus at Colonus, episode 1:23)

    (소포클레스, Oedipus at Colonus, episode 1:23)

유의어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION