헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κουρίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κουρίζω

형태분석: κουρίζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: ko/ros, kou=ros

  1. to be a youth
  2. to bring up from boyhood

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κουρίζω

κουρίζεις

κουρίζει

쌍수 κουρίζετον

κουρίζετον

복수 κουρίζομεν

κουρίζετε

κουρίζουσιν*

접속법단수 κουρίζω

κουρίζῃς

κουρίζῃ

쌍수 κουρίζητον

κουρίζητον

복수 κουρίζωμεν

κουρίζητε

κουρίζωσιν*

기원법단수 κουρίζοιμι

κουρίζοις

κουρίζοι

쌍수 κουρίζοιτον

κουριζοίτην

복수 κουρίζοιμεν

κουρίζοιτε

κουρίζοιεν

명령법단수 κούριζε

κουριζέτω

쌍수 κουρίζετον

κουριζέτων

복수 κουρίζετε

κουριζόντων, κουριζέτωσαν

부정사 κουρίζειν

분사 남성여성중성
κουριζων

κουριζοντος

κουριζουσα

κουριζουσης

κουριζον

κουριζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κουρίζομαι

κουρίζει, κουρίζῃ

κουρίζεται

쌍수 κουρίζεσθον

κουρίζεσθον

복수 κουριζόμεθα

κουρίζεσθε

κουρίζονται

접속법단수 κουρίζωμαι

κουρίζῃ

κουρίζηται

쌍수 κουρίζησθον

κουρίζησθον

복수 κουριζώμεθα

κουρίζησθε

κουρίζωνται

기원법단수 κουριζοίμην

κουρίζοιο

κουρίζοιτο

쌍수 κουρίζοισθον

κουριζοίσθην

복수 κουριζοίμεθα

κουρίζοισθε

κουρίζοιντο

명령법단수 κουρίζου

κουριζέσθω

쌍수 κουρίζεσθον

κουριζέσθων

복수 κουρίζεσθε

κουριζέσθων, κουριζέσθωσαν

부정사 κουρίζεσθαι

분사 남성여성중성
κουριζομενος

κουριζομενου

κουριζομενη

κουριζομενης

κουριζομενον

κουριζομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἕκτην κουρίζειν βιότου θεὸσ ὤπασε μοίρην δωδεκάτην δ’ ἐπιθείσ, μῆλα πόρεν χνοάειν· (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 1264)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 1264)

유의어

  1. to be a youth

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION