헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κεράννῡμι

-νυμι 무어간모음 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κεράννῡμι κεράσω ἐκέρασα κέκραμαι ἐκράθην

형태분석: κεράννῡ (어간) + μι (인칭어미)

어원: kera/w

  1. 섞다, 혼합하다, 얼버무리다, 섞이다
  2. 재배하다, 경작하다, 돌보다
  1. I mix, mingle, blend
  2. I temper, cool by mixing
  3. I compound
  4. (grammar, passive) I coalesce by crasis
  5. I multiply into

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεράννῡμι

(나는) 섞는다

κεράννῡς

(너는) 섞는다

κεράννῡσιν*

(그는) 섞는다

쌍수 κεράννῡτον

(너희 둘은) 섞는다

κεράννῡτον

(그 둘은) 섞는다

복수 κεράννῡμεν

(우리는) 섞는다

κεράννῡτε

(너희는) 섞는다

κεραννῡ́ᾱσιν*

(그들은) 섞는다

접속법단수 κεραννῡ́ω

(나는) 섞자

κεραννῡ́ῃς

(너는) 섞자

κεραννῡ́ῃ

(그는) 섞자

쌍수 κεραννῡ́ητον

(너희 둘은) 섞자

κεραννῡ́ητον

(그 둘은) 섞자

복수 κεραννῡ́ωμεν

(우리는) 섞자

κεραννῡ́ητε

(너희는) 섞자

κεραννῡ́ωσιν*

(그들은) 섞자

기원법단수 κεραννῡ́οιμι

(나는) 섞기를 (바라다)

κεραννῡ́οις

(너는) 섞기를 (바라다)

κεραννῡ́οι

(그는) 섞기를 (바라다)

쌍수 κεραννῡ́οιτον

(너희 둘은) 섞기를 (바라다)

κεραννῡοίτην

(그 둘은) 섞기를 (바라다)

복수 κεραννῡ́οιμεν

(우리는) 섞기를 (바라다)

κεραννῡ́οιτε

(너희는) 섞기를 (바라다)

κεραννῡ́οιεν

(그들은) 섞기를 (바라다)

명령법단수 κεράννῡ

(너는) 섞어라

κεραννῡ́τω

(그는) 섞어라

쌍수 κεράννῡτον

(너희 둘은) 섞어라

κεραννῡ́των

(그 둘은) 섞어라

복수 κεράννῡτε

(너희는) 섞어라

κεραννῡ́ντων

(그들은) 섞어라

부정사 κεραννῡ́ναι

섞는 것

분사 남성여성중성
κεραννῡ̄ς

κεραννῡντος

κεραννῡ̄σα

κεραννῡ̄σης

κεραννῡν

κεραννῡντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεράννῡμαι

(나는) 섞어진다

κεράννῡσαι

(너는) 섞어진다

κεράννῡται

(그는) 섞어진다

쌍수 κεράννῡσθον

(너희 둘은) 섞어진다

κεράννῡσθον

(그 둘은) 섞어진다

복수 κεραννῡ́μεθα

(우리는) 섞어진다

κεράννῡσθε

(너희는) 섞어진다

κεράννῡνται

(그들은) 섞어진다

접속법단수 κεραννῡ́ωμαι

(나는) 섞어지자

κεραννῡ́ῃ

(너는) 섞어지자

κεραννῡ́ηται

(그는) 섞어지자

쌍수 κεραννῡ́ησθον

(너희 둘은) 섞어지자

κεραννῡ́ησθον

(그 둘은) 섞어지자

복수 κεραννῡώμεθα

(우리는) 섞어지자

κεραννῡ́ησθε

(너희는) 섞어지자

κεραννῡ́ωνται

(그들은) 섞어지자

기원법단수 κεραννῡοίμην

(나는) 섞어지기를 (바라다)

κεραννῡ́οιο

(너는) 섞어지기를 (바라다)

κεραννῡ́οιτο

(그는) 섞어지기를 (바라다)

쌍수 κεραννῡ́οισθον

(너희 둘은) 섞어지기를 (바라다)

κεραννῡοίσθην

(그 둘은) 섞어지기를 (바라다)

복수 κεραννῡοίμεθα

(우리는) 섞어지기를 (바라다)

κεραννῡ́οισθε

(너희는) 섞어지기를 (바라다)

κεραννῡ́οιντο

(그들은) 섞어지기를 (바라다)

명령법단수 κεράννῡσο

(너는) 섞어져라

κεραννῡ́σθω

(그는) 섞어져라

쌍수 κεράννῡσθον

(너희 둘은) 섞어져라

κεραννῡ́σθων

(그 둘은) 섞어져라

복수 κεράννῡσθε

(너희는) 섞어져라

κεραννῡ́σθων

(그들은) 섞어져라

부정사 κεράννῡσθαι

섞어지는 것

분사 남성여성중성
κεραννῡμενος

κεραννῡμενου

κεραννῡμενη

κεραννῡμενης

κεραννῡμενον

κεραννῡμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεράσω

(나는) 섞겠다

κεράσεις

(너는) 섞겠다

κεράσει

(그는) 섞겠다

쌍수 κεράσετον

(너희 둘은) 섞겠다

κεράσετον

(그 둘은) 섞겠다

복수 κεράσομεν

(우리는) 섞겠다

κεράσετε

(너희는) 섞겠다

κεράσουσιν*

(그들은) 섞겠다

기원법단수 κεράσοιμι

(나는) 섞겠기를 (바라다)

κεράσοις

(너는) 섞겠기를 (바라다)

κεράσοι

(그는) 섞겠기를 (바라다)

쌍수 κεράσοιτον

(너희 둘은) 섞겠기를 (바라다)

κερασοίτην

(그 둘은) 섞겠기를 (바라다)

복수 κεράσοιμεν

(우리는) 섞겠기를 (바라다)

κεράσοιτε

(너희는) 섞겠기를 (바라다)

κεράσοιεν

(그들은) 섞겠기를 (바라다)

부정사 κεράσειν

섞을 것

분사 남성여성중성
κερασων

κερασοντος

κερασουσα

κερασουσης

κερασον

κερασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κεράσομαι

(나는) 섞어지겠다

κεράσει, κεράσῃ

(너는) 섞어지겠다

κεράσεται

(그는) 섞어지겠다

쌍수 κεράσεσθον

(너희 둘은) 섞어지겠다

κεράσεσθον

(그 둘은) 섞어지겠다

복수 κερασόμεθα

(우리는) 섞어지겠다

κεράσεσθε

(너희는) 섞어지겠다

κεράσονται

(그들은) 섞어지겠다

기원법단수 κερασοίμην

(나는) 섞어지겠기를 (바라다)

κεράσοιο

(너는) 섞어지겠기를 (바라다)

κεράσοιτο

(그는) 섞어지겠기를 (바라다)

쌍수 κεράσοισθον

(너희 둘은) 섞어지겠기를 (바라다)

κερασοίσθην

(그 둘은) 섞어지겠기를 (바라다)

복수 κερασοίμεθα

(우리는) 섞어지겠기를 (바라다)

κεράσοισθε

(너희는) 섞어지겠기를 (바라다)

κεράσοιντο

(그들은) 섞어지겠기를 (바라다)

부정사 κεράσεσθαι

섞어질 것

분사 남성여성중성
κερασομενος

κερασομενου

κερασομενη

κερασομενης

κερασομενον

κερασομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κραθήσομαι

(나는) 섞어지겠다

κραθήσῃ

(너는) 섞어지겠다

κραθήσεται

(그는) 섞어지겠다

쌍수 κραθήσεσθον

(너희 둘은) 섞어지겠다

κραθήσεσθον

(그 둘은) 섞어지겠다

복수 κραθησόμεθα

(우리는) 섞어지겠다

κραθήσεσθε

(너희는) 섞어지겠다

κραθήσονται

(그들은) 섞어지겠다

기원법단수 κραθησοίμην

(나는) 섞어지겠기를 (바라다)

κραθήσοιο

(너는) 섞어지겠기를 (바라다)

κραθήσοιτο

(그는) 섞어지겠기를 (바라다)

쌍수 κραθήσοισθον

(너희 둘은) 섞어지겠기를 (바라다)

κραθησοίσθην

(그 둘은) 섞어지겠기를 (바라다)

복수 κραθησοίμεθα

(우리는) 섞어지겠기를 (바라다)

κραθήσοισθε

(너희는) 섞어지겠기를 (바라다)

κραθήσοιντο

(그들은) 섞어지겠기를 (바라다)

부정사 κραθήσεσθαι

섞어질 것

분사 남성여성중성
κραθησομενος

κραθησομενου

κραθησομενη

κραθησομενης

κραθησομενον

κραθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκεράννῡν

(나는) 섞고 있었다

ἐκεράννῡς

(너는) 섞고 있었다

ἐκεράννῡν*

(그는) 섞고 있었다

쌍수 ἐκεράννῡτον

(너희 둘은) 섞고 있었다

ἐκεραννῡ́την

(그 둘은) 섞고 있었다

복수 ἐκεράννῡμεν

(우리는) 섞고 있었다

ἐκεράννῡτε

(너희는) 섞고 있었다

ἐκεράννῡσαν

(그들은) 섞고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκεραννῡ́μην

(나는) 섞어지고 있었다

ἐκεραννῡ́ου, ἐκεράννῡσο

(너는) 섞어지고 있었다

ἐκεράννῡτο

(그는) 섞어지고 있었다

쌍수 ἐκεράννῡσθον

(너희 둘은) 섞어지고 있었다

ἐκεραννῡ́σθην

(그 둘은) 섞어지고 있었다

복수 ἐκεραννῡ́μεθα

(우리는) 섞어지고 있었다

ἐκεράννῡσθε

(너희는) 섞어지고 있었다

ἐκεράννῡντο

(그들은) 섞어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκέρασα

(나는) 섞었다

ἐκέρασας

(너는) 섞었다

ἐκέρασεν*

(그는) 섞었다

쌍수 ἐκεράσατον

(너희 둘은) 섞었다

ἐκερασάτην

(그 둘은) 섞었다

복수 ἐκεράσαμεν

(우리는) 섞었다

ἐκεράσατε

(너희는) 섞었다

ἐκέρασαν

(그들은) 섞었다

접속법단수 κεράσω

(나는) 섞었자

κεράσῃς

(너는) 섞었자

κεράσῃ

(그는) 섞었자

쌍수 κεράσητον

(너희 둘은) 섞었자

κεράσητον

(그 둘은) 섞었자

복수 κεράσωμεν

(우리는) 섞었자

κεράσητε

(너희는) 섞었자

κεράσωσιν*

(그들은) 섞었자

기원법단수 κεράσαιμι

(나는) 섞었기를 (바라다)

κεράσαις

(너는) 섞었기를 (바라다)

κεράσαι

(그는) 섞었기를 (바라다)

쌍수 κεράσαιτον

(너희 둘은) 섞었기를 (바라다)

κερασαίτην

(그 둘은) 섞었기를 (바라다)

복수 κεράσαιμεν

(우리는) 섞었기를 (바라다)

κεράσαιτε

(너희는) 섞었기를 (바라다)

κεράσαιεν

(그들은) 섞었기를 (바라다)

명령법단수 κέρασον

(너는) 섞었어라

κερασάτω

(그는) 섞었어라

쌍수 κεράσατον

(너희 둘은) 섞었어라

κερασάτων

(그 둘은) 섞었어라

복수 κεράσατε

(너희는) 섞었어라

κερασάντων

(그들은) 섞었어라

부정사 κεράσαι

섞었는 것

분사 남성여성중성
κερασᾱς

κερασαντος

κερασᾱσα

κερασᾱσης

κερασαν

κερασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκερασάμην

(나는) 섞어졌다

ἐκεράσω

(너는) 섞어졌다

ἐκεράσατο

(그는) 섞어졌다

쌍수 ἐκεράσασθον

(너희 둘은) 섞어졌다

ἐκερασάσθην

(그 둘은) 섞어졌다

복수 ἐκερασάμεθα

(우리는) 섞어졌다

ἐκεράσασθε

(너희는) 섞어졌다

ἐκεράσαντο

(그들은) 섞어졌다

접속법단수 κεράσωμαι

(나는) 섞어졌자

κεράσῃ

(너는) 섞어졌자

κεράσηται

(그는) 섞어졌자

쌍수 κεράσησθον

(너희 둘은) 섞어졌자

κεράσησθον

(그 둘은) 섞어졌자

복수 κερασώμεθα

(우리는) 섞어졌자

κεράσησθε

(너희는) 섞어졌자

κεράσωνται

(그들은) 섞어졌자

기원법단수 κερασαίμην

(나는) 섞어졌기를 (바라다)

κεράσαιο

(너는) 섞어졌기를 (바라다)

κεράσαιτο

(그는) 섞어졌기를 (바라다)

쌍수 κεράσαισθον

(너희 둘은) 섞어졌기를 (바라다)

κερασαίσθην

(그 둘은) 섞어졌기를 (바라다)

복수 κερασαίμεθα

(우리는) 섞어졌기를 (바라다)

κεράσαισθε

(너희는) 섞어졌기를 (바라다)

κεράσαιντο

(그들은) 섞어졌기를 (바라다)

명령법단수 κέρασαι

(너는) 섞어졌어라

κερασάσθω

(그는) 섞어졌어라

쌍수 κεράσασθον

(너희 둘은) 섞어졌어라

κερασάσθων

(그 둘은) 섞어졌어라

복수 κεράσασθε

(너희는) 섞어졌어라

κερασάσθων

(그들은) 섞어졌어라

부정사 κεράσεσθαι

섞어졌는 것

분사 남성여성중성
κερασαμενος

κερασαμενου

κερασαμενη

κερασαμενης

κερασαμενον

κερασαμενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκράθην

(나는) 섞어졌다

ἐκράθης

(너는) 섞어졌다

ἐκράθη

(그는) 섞어졌다

쌍수 ἐκράθητον

(너희 둘은) 섞어졌다

ἐκραθήτην

(그 둘은) 섞어졌다

복수 ἐκράθημεν

(우리는) 섞어졌다

ἐκράθητε

(너희는) 섞어졌다

ἐκράθησαν

(그들은) 섞어졌다

접속법단수 κράθω

(나는) 섞어졌자

κράθῃς

(너는) 섞어졌자

κράθῃ

(그는) 섞어졌자

쌍수 κράθητον

(너희 둘은) 섞어졌자

κράθητον

(그 둘은) 섞어졌자

복수 κράθωμεν

(우리는) 섞어졌자

κράθητε

(너희는) 섞어졌자

κράθωσιν*

(그들은) 섞어졌자

기원법단수 κραθείην

(나는) 섞어졌기를 (바라다)

κραθείης

(너는) 섞어졌기를 (바라다)

κραθείη

(그는) 섞어졌기를 (바라다)

쌍수 κραθείητον

(너희 둘은) 섞어졌기를 (바라다)

κραθειήτην

(그 둘은) 섞어졌기를 (바라다)

복수 κραθείημεν

(우리는) 섞어졌기를 (바라다)

κραθείητε

(너희는) 섞어졌기를 (바라다)

κραθείησαν

(그들은) 섞어졌기를 (바라다)

명령법단수 κράθητι

(너는) 섞어졌어라

κραθήτω

(그는) 섞어졌어라

쌍수 κράθητον

(너희 둘은) 섞어졌어라

κραθήτων

(그 둘은) 섞어졌어라

복수 κράθητε

(너희는) 섞어졌어라

κραθέντων

(그들은) 섞어졌어라

부정사 κραθῆναι

섞어졌는 것

분사 남성여성중성
κραθεις

κραθεντος

κραθεισα

κραθεισης

κραθεν

κραθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὃ δὴ πρῶτον αὖ τῶν θείων ἡγεμονοῦν ἐστιν ἀγαθῶν, ἡ φρόνησισ, δεύτερον δὲ μετὰ νοῦ σώφρων ψυχῆσ ἕξισ, ἐκ δὲ τούτων μετ’ ἀνδρείασ κραθέντων τρίτον ἂν εἰή δικαιοσύνη, τέταρτον δὲ ἀνδρεία. (Plato, Laws, book 1 43:1)

    (플라톤, Laws, book 1 43:1)

유의어

  1. 섞다

  2. I compound

  3. I multiply into

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION