헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

πολλαπλασιόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: πολλαπλασιόω

형태분석: πολλαπλασιό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from pollapla/sios

  1. 곱셈을 하다, 증식시키다
  1. to multiply

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολλαπλασίω

(나는) 곱셈을 한다

πολλαπλασίοις

(너는) 곱셈을 한다

πολλαπλασίοι

(그는) 곱셈을 한다

쌍수 πολλαπλασίουτον

(너희 둘은) 곱셈을 한다

πολλαπλασίουτον

(그 둘은) 곱셈을 한다

복수 πολλαπλασίουμεν

(우리는) 곱셈을 한다

πολλαπλασίουτε

(너희는) 곱셈을 한다

πολλαπλασίουσιν*

(그들은) 곱셈을 한다

접속법단수 πολλαπλασίω

(나는) 곱셈을 하자

πολλαπλασίοις

(너는) 곱셈을 하자

πολλαπλασίοι

(그는) 곱셈을 하자

쌍수 πολλαπλασίωτον

(너희 둘은) 곱셈을 하자

πολλαπλασίωτον

(그 둘은) 곱셈을 하자

복수 πολλαπλασίωμεν

(우리는) 곱셈을 하자

πολλαπλασίωτε

(너희는) 곱셈을 하자

πολλαπλασίωσιν*

(그들은) 곱셈을 하자

기원법단수 πολλαπλασίοιμι

(나는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολλαπλασίοις

(너는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολλαπλασίοι

(그는) 곱셈을 하기를 (바라다)

쌍수 πολλαπλασίοιτον

(너희 둘은) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολλαπλασιοίτην

(그 둘은) 곱셈을 하기를 (바라다)

복수 πολλαπλασίοιμεν

(우리는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολλαπλασίοιτε

(너희는) 곱셈을 하기를 (바라다)

πολλαπλασίοιεν

(그들은) 곱셈을 하기를 (바라다)

명령법단수 πολλαπλασῖου

(너는) 곱셈을 해라

πολλαπλασιοῦτω

(그는) 곱셈을 해라

쌍수 πολλαπλασίουτον

(너희 둘은) 곱셈을 해라

πολλαπλασιοῦτων

(그 둘은) 곱셈을 해라

복수 πολλαπλασίουτε

(너희는) 곱셈을 해라

πολλαπλασιοῦντων, πολλαπλασιοῦτωσαν

(그들은) 곱셈을 해라

부정사 πολλαπλασίουν

곱셈을 하는 것

분사 남성여성중성
πολλαπλασιων

πολλαπλασιουντος

πολλαπλασιουσα

πολλαπλασιουσης

πολλαπλασιουν

πολλαπλασιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 πολλαπλασίουμαι

(나는) 곱셈을 된다

πολλαπλασίοι

(너는) 곱셈을 된다

πολλαπλασίουται

(그는) 곱셈을 된다

쌍수 πολλαπλασίουσθον

(너희 둘은) 곱셈을 된다

πολλαπλασίουσθον

(그 둘은) 곱셈을 된다

복수 πολλαπλασιοῦμεθα

(우리는) 곱셈을 된다

πολλαπλασίουσθε

(너희는) 곱셈을 된다

πολλαπλασίουνται

(그들은) 곱셈을 된다

접속법단수 πολλαπλασίωμαι

(나는) 곱셈을 되자

πολλαπλασίοι

(너는) 곱셈을 되자

πολλαπλασίωται

(그는) 곱셈을 되자

쌍수 πολλαπλασίωσθον

(너희 둘은) 곱셈을 되자

πολλαπλασίωσθον

(그 둘은) 곱셈을 되자

복수 πολλαπλασιώμεθα

(우리는) 곱셈을 되자

πολλαπλασίωσθε

(너희는) 곱셈을 되자

πολλαπλασίωνται

(그들은) 곱셈을 되자

기원법단수 πολλαπλασιοίμην

(나는) 곱셈을 되기를 (바라다)

πολλαπλασίοιο

(너는) 곱셈을 되기를 (바라다)

πολλαπλασίοιτο

(그는) 곱셈을 되기를 (바라다)

쌍수 πολλαπλασίοισθον

(너희 둘은) 곱셈을 되기를 (바라다)

πολλαπλασιοίσθην

(그 둘은) 곱셈을 되기를 (바라다)

복수 πολλαπλασιοίμεθα

(우리는) 곱셈을 되기를 (바라다)

πολλαπλασίοισθε

(너희는) 곱셈을 되기를 (바라다)

πολλαπλασίοιντο

(그들은) 곱셈을 되기를 (바라다)

명령법단수 πολλαπλασίου

(너는) 곱셈을 되어라

πολλαπλασιοῦσθω

(그는) 곱셈을 되어라

쌍수 πολλαπλασίουσθον

(너희 둘은) 곱셈을 되어라

πολλαπλασιοῦσθων

(그 둘은) 곱셈을 되어라

복수 πολλαπλασίουσθε

(너희는) 곱셈을 되어라

πολλαπλασιοῦσθων, πολλαπλασιοῦσθωσαν

(그들은) 곱셈을 되어라

부정사 πολλαπλασίουσθαι

곱셈을 되는 것

분사 남성여성중성
πολλαπλασιουμενος

πολλαπλασιουμενου

πολλαπλασιουμενη

πολλαπλασιουμενης

πολλαπλασιουμενον

πολλαπλασιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολλαπλασῖουν

(나는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολλαπλασῖους

(너는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολλαπλασῖουν*

(그는) 곱셈을 하고 있었다

쌍수 ἐπολλαπλασίουτον

(너희 둘은) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολλαπλασιοῦτην

(그 둘은) 곱셈을 하고 있었다

복수 ἐπολλαπλασίουμεν

(우리는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολλαπλασίουτε

(너희는) 곱셈을 하고 있었다

ἐπολλαπλασῖουν

(그들은) 곱셈을 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπολλαπλασιοῦμην

(나는) 곱셈을 되고 있었다

ἐπολλαπλασίου

(너는) 곱셈을 되고 있었다

ἐπολλαπλασίουτο

(그는) 곱셈을 되고 있었다

쌍수 ἐπολλαπλασίουσθον

(너희 둘은) 곱셈을 되고 있었다

ἐπολλαπλασιοῦσθην

(그 둘은) 곱셈을 되고 있었다

복수 ἐπολλαπλασιοῦμεθα

(우리는) 곱셈을 되고 있었다

ἐπολλαπλασίουσθε

(너희는) 곱셈을 되고 있었다

ἐπολλαπλασίουντο

(그들은) 곱셈을 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἓν ἐπιχειρῇ τῷ λόγῳ τέμνειν, καταγελῶσί τε καὶ οὐκ ἀποδέχονται, ἀλλ’ ἐὰν σὺ κερματίζῃσ αὐτό, ἐκεῖνοι πολλαπλασιοῦσιν, εὐλαβούμενοι μή ποτε φανῇ τὸ ἓν μὴ ἓν ἀλλὰ πολλὰ μόρια. (Plato, Republic, book 7 233:1)

    (플라톤, Republic, book 7 233:1)

유의어

  1. 곱셈을 하다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION