헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατεργάζομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατεργάζομαι κατεργάσομαι κατειργασάμην κατείργασμαι

형태분석: κατ (접두사) + ἐργάζ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: perf. -ei/rgasmai

  1. 수행하다, 이룩하다, 이루다, 성취하다
  2. 연습하다, 외우다, 자백하다
  3. 닦다, 납작하다
  1. to effect by labor, to achieve, accomplish
  2. to work up for use
  3. to work at, practice
  4. to level

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεργάζομαι

(나는) 수행한다

κατεργάζει, κατεργάζῃ

(너는) 수행한다

κατεργάζεται

(그는) 수행한다

쌍수 κατεργάζεσθον

(너희 둘은) 수행한다

κατεργάζεσθον

(그 둘은) 수행한다

복수 κατεργαζόμεθα

(우리는) 수행한다

κατεργάζεσθε

(너희는) 수행한다

κατεργάζονται

(그들은) 수행한다

접속법단수 κατεργάζωμαι

(나는) 수행하자

κατεργάζῃ

(너는) 수행하자

κατεργάζηται

(그는) 수행하자

쌍수 κατεργάζησθον

(너희 둘은) 수행하자

κατεργάζησθον

(그 둘은) 수행하자

복수 κατεργαζώμεθα

(우리는) 수행하자

κατεργάζησθε

(너희는) 수행하자

κατεργάζωνται

(그들은) 수행하자

기원법단수 κατεργαζοίμην

(나는) 수행하기를 (바라다)

κατεργάζοιο

(너는) 수행하기를 (바라다)

κατεργάζοιτο

(그는) 수행하기를 (바라다)

쌍수 κατεργάζοισθον

(너희 둘은) 수행하기를 (바라다)

κατεργαζοίσθην

(그 둘은) 수행하기를 (바라다)

복수 κατεργαζοίμεθα

(우리는) 수행하기를 (바라다)

κατεργάζοισθε

(너희는) 수행하기를 (바라다)

κατεργάζοιντο

(그들은) 수행하기를 (바라다)

명령법단수 κατεργάζου

(너는) 수행해라

κατεργαζέσθω

(그는) 수행해라

쌍수 κατεργάζεσθον

(너희 둘은) 수행해라

κατεργαζέσθων

(그 둘은) 수행해라

복수 κατεργάζεσθε

(너희는) 수행해라

κατεργαζέσθων, κατεργαζέσθωσαν

(그들은) 수행해라

부정사 κατεργάζεσθαι

수행하는 것

분사 남성여성중성
κατεργαζομενος

κατεργαζομενου

κατεργαζομενη

κατεργαζομενης

κατεργαζομενον

κατεργαζομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεργάσομαι

(나는) 수행하겠다

κατεργάσει, κατεργάσῃ

(너는) 수행하겠다

κατεργάσεται

(그는) 수행하겠다

쌍수 κατεργάσεσθον

(너희 둘은) 수행하겠다

κατεργάσεσθον

(그 둘은) 수행하겠다

복수 κατεργασόμεθα

(우리는) 수행하겠다

κατεργάσεσθε

(너희는) 수행하겠다

κατεργάσονται

(그들은) 수행하겠다

기원법단수 κατεργασοίμην

(나는) 수행하겠기를 (바라다)

κατεργάσοιο

(너는) 수행하겠기를 (바라다)

κατεργάσοιτο

(그는) 수행하겠기를 (바라다)

쌍수 κατεργάσοισθον

(너희 둘은) 수행하겠기를 (바라다)

κατεργασοίσθην

(그 둘은) 수행하겠기를 (바라다)

복수 κατεργασοίμεθα

(우리는) 수행하겠기를 (바라다)

κατεργάσοισθε

(너희는) 수행하겠기를 (바라다)

κατεργάσοιντο

(그들은) 수행하겠기를 (바라다)

부정사 κατεργάσεσθαι

수행할 것

분사 남성여성중성
κατεργασομενος

κατεργασομενου

κατεργασομενη

κατεργασομενης

κατεργασομενον

κατεργασομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατειργᾶζομην

(나는) 수행하고 있었다

κατείργαζου

(너는) 수행하고 있었다

κατείργαζετο

(그는) 수행하고 있었다

쌍수 κατείργαζεσθον

(너희 둘은) 수행하고 있었다

κατειργᾶζεσθην

(그 둘은) 수행하고 있었다

복수 κατειργᾶζομεθα

(우리는) 수행하고 있었다

κατείργαζεσθε

(너희는) 수행하고 있었다

κατείργαζοντο

(그들은) 수행하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατειργάσαμην

(나는) 수행했다

κατείργασω

(너는) 수행했다

κατείργασατο

(그는) 수행했다

쌍수 κατείργασασθον

(너희 둘은) 수행했다

κατειργᾶσασθην

(그 둘은) 수행했다

복수 κατειργάσαμεθα

(우리는) 수행했다

κατείργασασθε

(너희는) 수행했다

κατείργασαντο

(그들은) 수행했다

접속법단수 κατεργάσωμαι

(나는) 수행했자

κατεργάσῃ

(너는) 수행했자

κατεργάσηται

(그는) 수행했자

쌍수 κατεργάσησθον

(너희 둘은) 수행했자

κατεργάσησθον

(그 둘은) 수행했자

복수 κατεργασώμεθα

(우리는) 수행했자

κατεργάσησθε

(너희는) 수행했자

κατεργάσωνται

(그들은) 수행했자

기원법단수 κατεργασαίμην

(나는) 수행했기를 (바라다)

κατεργάσαιο

(너는) 수행했기를 (바라다)

κατεργάσαιτο

(그는) 수행했기를 (바라다)

쌍수 κατεργάσαισθον

(너희 둘은) 수행했기를 (바라다)

κατεργασαίσθην

(그 둘은) 수행했기를 (바라다)

복수 κατεργασαίμεθα

(우리는) 수행했기를 (바라다)

κατεργάσαισθε

(너희는) 수행했기를 (바라다)

κατεργάσαιντο

(그들은) 수행했기를 (바라다)

명령법단수 κατέργασαι

(너는) 수행했어라

κατεργασάσθω

(그는) 수행했어라

쌍수 κατεργάσασθον

(너희 둘은) 수행했어라

κατεργασάσθων

(그 둘은) 수행했어라

복수 κατεργάσασθε

(너희는) 수행했어라

κατεργασάσθων

(그들은) 수행했어라

부정사 κατεργάσεσθαι

수행했는 것

분사 남성여성중성
κατεργασαμενος

κατεργασαμενου

κατεργασαμενη

κατεργασαμενης

κατεργασαμενον

κατεργασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ λιθουργῆσαι τὸν λίθον καὶ κατεργάζεσθαι τὰ ξύλα καὶ ποιεῖν ἐν παντὶ ἔργῳ σοφίασ. (Septuagint, Liber Exodus 35:33)

    (70인역 성경, 탈출기 35:33)

  • ἀπὸ οἴνου καὶ σίκερα ἁγνισθήσεται καὶ ὄξοσ ἐξ οἴνου καὶ ὄξοσ ἐκ σίκερα οὐ πίεται καὶ ὅσα κατεργάζεται ἐκ σταφυλῆσ οὐ πίεται καὶ σταφυλὴν πρόσφατον καὶ σταφίδα οὐ φάγεται. (Septuagint, Liber Numeri 6:3)

    (70인역 성경, 민수기 6:3)

  • ἐὰν εἴπῃ αὐτοῖσ ποιῆσαι πόλεμον ἕτεροσ πρὸσ τὸν ἕτερον, ποιοῦσιν. ἐὰν δὲ ἐξαποστείλῃ αὐτοὺσ πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ, βαδίζουσι καὶ κατεργάζονται τὰ ὄρη καὶ τὰ τείχη καὶ τοὺσ πύργουσ, (Septuagint, Liber Esdrae I 4:4)

    (70인역 성경, 에즈라기 4:4)

  • τοῖσι γὰρ δὴ ὄνυξιν ὅσα σιδήρῳ διαχρᾶσθαι ἐλέγοντο καὶ τοὺσ ἰχθύασ τούτοισι παρασχίζοντεσ κατεργάζεσθαι καὶ τῶν ξύλων ἃσαμαλθακώτερα. (Arrian, Indica, chapter 24 9:2)

    (아리아노스, Indica, chapter 24 9:2)

  • ἐν πολλαῖσ δὲ τιμαῖσ ἃσ πρέπει παρὰ τῶν νέων ἀποδίδοσθαι τοῖσ πρεσβυτέροισ τὸ πειθαρχεῖν εὐδοκιμεῖ μάλιστα καὶ κατεργάζεται μετ’ αἰδοῦσ εὔνοιαν ἰσχυρὰν καὶ χάριν ἀνθυπείκουσαν. (Plutarch, De fraterno amore, section 16 4:2)

    (플루타르코스, De fraterno amore, section 16 4:2)

  • ὃ γὰρ κατεργάζομαι οὐ γινώσκω· (PROS RWMAIOUS, chapter 1 196:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 196:1)

  • Νυνὶ δὲ οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ ἀλλὰ ἡ ἐνοικοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 198:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 198:1)

  • εἰ δὲ ὃ οὐ θέλω τοῦτο ποιῶ, οὐκέτι ἐγὼ κατεργάζομαι αὐτὸ ἀλλὰ ἡ οἰκοῦσα ἐν ἐμοὶ ἁμαρτία. (PROS RWMAIOUS, chapter 1 201:1)

    (PROS RWMAIOUS, chapter 1 201:1)

유의어

  1. 수행하다

  2. to work up for use

  3. 연습하다

  4. 닦다

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION