헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακομίζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακομίζω κατακομιῶ

형태분석: κατα (접두사) + κομίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 낮추다
  1. to bring down, from the inland to the coast
  2. to bring it into harbour
  3. to bring into a place of refuge

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακομίζω

(나는) 낮춘다

κατακομίζεις

(너는) 낮춘다

κατακομίζει

(그는) 낮춘다

쌍수 κατακομίζετον

(너희 둘은) 낮춘다

κατακομίζετον

(그 둘은) 낮춘다

복수 κατακομίζομεν

(우리는) 낮춘다

κατακομίζετε

(너희는) 낮춘다

κατακομίζουσιν*

(그들은) 낮춘다

접속법단수 κατακομίζω

(나는) 낮추자

κατακομίζῃς

(너는) 낮추자

κατακομίζῃ

(그는) 낮추자

쌍수 κατακομίζητον

(너희 둘은) 낮추자

κατακομίζητον

(그 둘은) 낮추자

복수 κατακομίζωμεν

(우리는) 낮추자

κατακομίζητε

(너희는) 낮추자

κατακομίζωσιν*

(그들은) 낮추자

기원법단수 κατακομίζοιμι

(나는) 낮추기를 (바라다)

κατακομίζοις

(너는) 낮추기를 (바라다)

κατακομίζοι

(그는) 낮추기를 (바라다)

쌍수 κατακομίζοιτον

(너희 둘은) 낮추기를 (바라다)

κατακομιζοίτην

(그 둘은) 낮추기를 (바라다)

복수 κατακομίζοιμεν

(우리는) 낮추기를 (바라다)

κατακομίζοιτε

(너희는) 낮추기를 (바라다)

κατακομίζοιεν

(그들은) 낮추기를 (바라다)

명령법단수 κατακόμιζε

(너는) 낮추어라

κατακομιζέτω

(그는) 낮추어라

쌍수 κατακομίζετον

(너희 둘은) 낮추어라

κατακομιζέτων

(그 둘은) 낮추어라

복수 κατακομίζετε

(너희는) 낮추어라

κατακομιζόντων, κατακομιζέτωσαν

(그들은) 낮추어라

부정사 κατακομίζειν

낮추는 것

분사 남성여성중성
κατακομιζων

κατακομιζοντος

κατακομιζουσα

κατακομιζουσης

κατακομιζον

κατακομιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακομίζομαι

(나는) 낮춰진다

κατακομίζει, κατακομίζῃ

(너는) 낮춰진다

κατακομίζεται

(그는) 낮춰진다

쌍수 κατακομίζεσθον

(너희 둘은) 낮춰진다

κατακομίζεσθον

(그 둘은) 낮춰진다

복수 κατακομιζόμεθα

(우리는) 낮춰진다

κατακομίζεσθε

(너희는) 낮춰진다

κατακομίζονται

(그들은) 낮춰진다

접속법단수 κατακομίζωμαι

(나는) 낮춰지자

κατακομίζῃ

(너는) 낮춰지자

κατακομίζηται

(그는) 낮춰지자

쌍수 κατακομίζησθον

(너희 둘은) 낮춰지자

κατακομίζησθον

(그 둘은) 낮춰지자

복수 κατακομιζώμεθα

(우리는) 낮춰지자

κατακομίζησθε

(너희는) 낮춰지자

κατακομίζωνται

(그들은) 낮춰지자

기원법단수 κατακομιζοίμην

(나는) 낮춰지기를 (바라다)

κατακομίζοιο

(너는) 낮춰지기를 (바라다)

κατακομίζοιτο

(그는) 낮춰지기를 (바라다)

쌍수 κατακομίζοισθον

(너희 둘은) 낮춰지기를 (바라다)

κατακομιζοίσθην

(그 둘은) 낮춰지기를 (바라다)

복수 κατακομιζοίμεθα

(우리는) 낮춰지기를 (바라다)

κατακομίζοισθε

(너희는) 낮춰지기를 (바라다)

κατακομίζοιντο

(그들은) 낮춰지기를 (바라다)

명령법단수 κατακομίζου

(너는) 낮춰져라

κατακομιζέσθω

(그는) 낮춰져라

쌍수 κατακομίζεσθον

(너희 둘은) 낮춰져라

κατακομιζέσθων

(그 둘은) 낮춰져라

복수 κατακομίζεσθε

(너희는) 낮춰져라

κατακομιζέσθων, κατακομιζέσθωσαν

(그들은) 낮춰져라

부정사 κατακομίζεσθαι

낮춰지는 것

분사 남성여성중성
κατακομιζομενος

κατακομιζομενου

κατακομιζομενη

κατακομιζομενης

κατακομιζομενον

κατακομιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακομίω

(나는) 낮추겠다

κατακομίεις

(너는) 낮추겠다

κατακομίει

(그는) 낮추겠다

쌍수 κατακομίειτον

(너희 둘은) 낮추겠다

κατακομίειτον

(그 둘은) 낮추겠다

복수 κατακομίουμεν

(우리는) 낮추겠다

κατακομίειτε

(너희는) 낮추겠다

κατακομίουσιν*

(그들은) 낮추겠다

기원법단수 κατακομίοιμι

(나는) 낮추겠기를 (바라다)

κατακομίοις

(너는) 낮추겠기를 (바라다)

κατακομίοι

(그는) 낮추겠기를 (바라다)

쌍수 κατακομίοιτον

(너희 둘은) 낮추겠기를 (바라다)

κατακομιοίτην

(그 둘은) 낮추겠기를 (바라다)

복수 κατακομίοιμεν

(우리는) 낮추겠기를 (바라다)

κατακομίοιτε

(너희는) 낮추겠기를 (바라다)

κατακομίοιεν

(그들은) 낮추겠기를 (바라다)

부정사 κατακομίειν

낮출 것

분사 남성여성중성
κατακομιων

κατακομιουντος

κατακομιουσα

κατακομιουσης

κατακομιουν

κατακομιουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακομίουμαι

(나는) 낮춰지겠다

κατακομίει, κατακομίῃ

(너는) 낮춰지겠다

κατακομίειται

(그는) 낮춰지겠다

쌍수 κατακομίεισθον

(너희 둘은) 낮춰지겠다

κατακομίεισθον

(그 둘은) 낮춰지겠다

복수 κατακομιοῦμεθα

(우리는) 낮춰지겠다

κατακομίεισθε

(너희는) 낮춰지겠다

κατακομίουνται

(그들은) 낮춰지겠다

기원법단수 κατακομιοίμην

(나는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατακομίοιο

(너는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατακομίοιτο

(그는) 낮춰지겠기를 (바라다)

쌍수 κατακομίοισθον

(너희 둘은) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατακομιοίσθην

(그 둘은) 낮춰지겠기를 (바라다)

복수 κατακομιοίμεθα

(우리는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατακομίοισθε

(너희는) 낮춰지겠기를 (바라다)

κατακομίοιντο

(그들은) 낮춰지겠기를 (바라다)

부정사 κατακομίεισθαι

낮춰질 것

분사 남성여성중성
κατακομιουμενος

κατακομιουμενου

κατακομιουμενη

κατακομιουμενης

κατακομιουμενον

κατακομιουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκόμιζον

(나는) 낮추고 있었다

κατεκόμιζες

(너는) 낮추고 있었다

κατεκόμιζεν*

(그는) 낮추고 있었다

쌍수 κατεκομίζετον

(너희 둘은) 낮추고 있었다

κατεκομιζέτην

(그 둘은) 낮추고 있었다

복수 κατεκομίζομεν

(우리는) 낮추고 있었다

κατεκομίζετε

(너희는) 낮추고 있었다

κατεκόμιζον

(그들은) 낮추고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκομιζόμην

(나는) 낮춰지고 있었다

κατεκομίζου

(너는) 낮춰지고 있었다

κατεκομίζετο

(그는) 낮춰지고 있었다

쌍수 κατεκομίζεσθον

(너희 둘은) 낮춰지고 있었다

κατεκομιζέσθην

(그 둘은) 낮춰지고 있었다

복수 κατεκομιζόμεθα

(우리는) 낮춰지고 있었다

κατεκομίζεσθε

(너희는) 낮춰지고 있었다

κατεκομίζοντο

(그들은) 낮춰지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 낮추다

  2. to bring it into harbour

  3. to bring into a place of refuge

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION