헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταγηράσκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταγηράσκω καταγηράσομαι κατεγήρασα

형태분석: κατα (접두사) + γηράσκ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 늙다, 자라다
  1. to grow old

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγηράσκω

(나는) 늙는다

καταγηράσκεις

(너는) 늙는다

καταγηράσκει

(그는) 늙는다

쌍수 καταγηράσκετον

(너희 둘은) 늙는다

καταγηράσκετον

(그 둘은) 늙는다

복수 καταγηράσκομεν

(우리는) 늙는다

καταγηράσκετε

(너희는) 늙는다

καταγηράσκουσιν*

(그들은) 늙는다

접속법단수 καταγηράσκω

(나는) 늙자

καταγηράσκῃς

(너는) 늙자

καταγηράσκῃ

(그는) 늙자

쌍수 καταγηράσκητον

(너희 둘은) 늙자

καταγηράσκητον

(그 둘은) 늙자

복수 καταγηράσκωμεν

(우리는) 늙자

καταγηράσκητε

(너희는) 늙자

καταγηράσκωσιν*

(그들은) 늙자

기원법단수 καταγηράσκοιμι

(나는) 늙기를 (바라다)

καταγηράσκοις

(너는) 늙기를 (바라다)

καταγηράσκοι

(그는) 늙기를 (바라다)

쌍수 καταγηράσκοιτον

(너희 둘은) 늙기를 (바라다)

καταγηρασκοίτην

(그 둘은) 늙기를 (바라다)

복수 καταγηράσκοιμεν

(우리는) 늙기를 (바라다)

καταγηράσκοιτε

(너희는) 늙기를 (바라다)

καταγηράσκοιεν

(그들은) 늙기를 (바라다)

명령법단수 καταγήρασκε

(너는) 늙어라

καταγηρασκέτω

(그는) 늙어라

쌍수 καταγηράσκετον

(너희 둘은) 늙어라

καταγηρασκέτων

(그 둘은) 늙어라

복수 καταγηράσκετε

(너희는) 늙어라

καταγηρασκόντων, καταγηρασκέτωσαν

(그들은) 늙어라

부정사 καταγηράσκειν

늙는 것

분사 남성여성중성
καταγηρασκων

καταγηρασκοντος

καταγηρασκουσα

καταγηρασκουσης

καταγηρασκον

καταγηρασκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγηράσκομαι

(나는) 늙어진다

καταγηράσκει, καταγηράσκῃ

(너는) 늙어진다

καταγηράσκεται

(그는) 늙어진다

쌍수 καταγηράσκεσθον

(너희 둘은) 늙어진다

καταγηράσκεσθον

(그 둘은) 늙어진다

복수 καταγηρασκόμεθα

(우리는) 늙어진다

καταγηράσκεσθε

(너희는) 늙어진다

καταγηράσκονται

(그들은) 늙어진다

접속법단수 καταγηράσκωμαι

(나는) 늙어지자

καταγηράσκῃ

(너는) 늙어지자

καταγηράσκηται

(그는) 늙어지자

쌍수 καταγηράσκησθον

(너희 둘은) 늙어지자

καταγηράσκησθον

(그 둘은) 늙어지자

복수 καταγηρασκώμεθα

(우리는) 늙어지자

καταγηράσκησθε

(너희는) 늙어지자

καταγηράσκωνται

(그들은) 늙어지자

기원법단수 καταγηρασκοίμην

(나는) 늙어지기를 (바라다)

καταγηράσκοιο

(너는) 늙어지기를 (바라다)

καταγηράσκοιτο

(그는) 늙어지기를 (바라다)

쌍수 καταγηράσκοισθον

(너희 둘은) 늙어지기를 (바라다)

καταγηρασκοίσθην

(그 둘은) 늙어지기를 (바라다)

복수 καταγηρασκοίμεθα

(우리는) 늙어지기를 (바라다)

καταγηράσκοισθε

(너희는) 늙어지기를 (바라다)

καταγηράσκοιντο

(그들은) 늙어지기를 (바라다)

명령법단수 καταγηράσκου

(너는) 늙어져라

καταγηρασκέσθω

(그는) 늙어져라

쌍수 καταγηράσκεσθον

(너희 둘은) 늙어져라

καταγηρασκέσθων

(그 둘은) 늙어져라

복수 καταγηράσκεσθε

(너희는) 늙어져라

καταγηρασκέσθων, καταγηρασκέσθωσαν

(그들은) 늙어져라

부정사 καταγηράσκεσθαι

늙어지는 것

분사 남성여성중성
καταγηρασκομενος

καταγηρασκομενου

καταγηρασκομενη

καταγηρασκομενης

καταγηρασκομενον

καταγηρασκομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταγηράσομαι

(나는) 늙겠다

καταγηράσει, καταγηράσῃ

(너는) 늙겠다

καταγηράσεται

(그는) 늙겠다

쌍수 καταγηράσεσθον

(너희 둘은) 늙겠다

καταγηράσεσθον

(그 둘은) 늙겠다

복수 καταγηρασόμεθα

(우리는) 늙겠다

καταγηράσεσθε

(너희는) 늙겠다

καταγηράσονται

(그들은) 늙겠다

기원법단수 καταγηρασοίμην

(나는) 늙겠기를 (바라다)

καταγηράσοιο

(너는) 늙겠기를 (바라다)

καταγηράσοιτο

(그는) 늙겠기를 (바라다)

쌍수 καταγηράσοισθον

(너희 둘은) 늙겠기를 (바라다)

καταγηρασοίσθην

(그 둘은) 늙겠기를 (바라다)

복수 καταγηρασοίμεθα

(우리는) 늙겠기를 (바라다)

καταγηράσοισθε

(너희는) 늙겠기를 (바라다)

καταγηράσοιντο

(그들은) 늙겠기를 (바라다)

부정사 καταγηράσεσθαι

늙을 것

분사 남성여성중성
καταγηρασομενος

καταγηρασομενου

καταγηρασομενη

καταγηρασομενης

καταγηρασομενον

καταγηρασομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγήρασκον

(나는) 늙고 있었다

κατεγήρασκες

(너는) 늙고 있었다

κατεγήρασκεν*

(그는) 늙고 있었다

쌍수 κατεγηράσκετον

(너희 둘은) 늙고 있었다

κατεγηρασκέτην

(그 둘은) 늙고 있었다

복수 κατεγηράσκομεν

(우리는) 늙고 있었다

κατεγηράσκετε

(너희는) 늙고 있었다

κατεγήρασκον

(그들은) 늙고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγηρασκόμην

(나는) 늙어지고 있었다

κατεγηράσκου

(너는) 늙어지고 있었다

κατεγηράσκετο

(그는) 늙어지고 있었다

쌍수 κατεγηράσκεσθον

(너희 둘은) 늙어지고 있었다

κατεγηρασκέσθην

(그 둘은) 늙어지고 있었다

복수 κατεγηρασκόμεθα

(우리는) 늙어지고 있었다

κατεγηράσκεσθε

(너희는) 늙어지고 있었다

κατεγηράσκοντο

(그들은) 늙어지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγήρασα

(나는) 늙었다

κατεγήρασας

(너는) 늙었다

κατεγήρασεν*

(그는) 늙었다

쌍수 κατεγηράσατον

(너희 둘은) 늙었다

κατεγηρασάτην

(그 둘은) 늙었다

복수 κατεγηράσαμεν

(우리는) 늙었다

κατεγηράσατε

(너희는) 늙었다

κατεγήρασαν

(그들은) 늙었다

접속법단수 καταγηράσω

(나는) 늙었자

καταγηράσῃς

(너는) 늙었자

καταγηράσῃ

(그는) 늙었자

쌍수 καταγηράσητον

(너희 둘은) 늙었자

καταγηράσητον

(그 둘은) 늙었자

복수 καταγηράσωμεν

(우리는) 늙었자

καταγηράσητε

(너희는) 늙었자

καταγηράσωσιν*

(그들은) 늙었자

기원법단수 καταγηράσαιμι

(나는) 늙었기를 (바라다)

καταγηράσαις

(너는) 늙었기를 (바라다)

καταγηράσαι

(그는) 늙었기를 (바라다)

쌍수 καταγηράσαιτον

(너희 둘은) 늙었기를 (바라다)

καταγηρασαίτην

(그 둘은) 늙었기를 (바라다)

복수 καταγηράσαιμεν

(우리는) 늙었기를 (바라다)

καταγηράσαιτε

(너희는) 늙었기를 (바라다)

καταγηράσαιεν

(그들은) 늙었기를 (바라다)

명령법단수 καταγήρασον

(너는) 늙었어라

καταγηρασάτω

(그는) 늙었어라

쌍수 καταγηράσατον

(너희 둘은) 늙었어라

καταγηρασάτων

(그 둘은) 늙었어라

복수 καταγηράσατε

(너희는) 늙었어라

καταγηρασάντων

(그들은) 늙었어라

부정사 καταγηράσαι

늙었는 것

분사 남성여성중성
καταγηρασᾱς

καταγηρασαντος

καταγηρασᾱσα

καταγηρασᾱσης

καταγηρασαν

καταγηρασαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεγηρασάμην

(나는) 늙어졌다

κατεγηράσω

(너는) 늙어졌다

κατεγηράσατο

(그는) 늙어졌다

쌍수 κατεγηράσασθον

(너희 둘은) 늙어졌다

κατεγηρασάσθην

(그 둘은) 늙어졌다

복수 κατεγηρασάμεθα

(우리는) 늙어졌다

κατεγηράσασθε

(너희는) 늙어졌다

κατεγηράσαντο

(그들은) 늙어졌다

접속법단수 καταγηράσωμαι

(나는) 늙어졌자

καταγηράσῃ

(너는) 늙어졌자

καταγηράσηται

(그는) 늙어졌자

쌍수 καταγηράσησθον

(너희 둘은) 늙어졌자

καταγηράσησθον

(그 둘은) 늙어졌자

복수 καταγηρασώμεθα

(우리는) 늙어졌자

καταγηράσησθε

(너희는) 늙어졌자

καταγηράσωνται

(그들은) 늙어졌자

기원법단수 καταγηρασαίμην

(나는) 늙어졌기를 (바라다)

καταγηράσαιο

(너는) 늙어졌기를 (바라다)

καταγηράσαιτο

(그는) 늙어졌기를 (바라다)

쌍수 καταγηράσαισθον

(너희 둘은) 늙어졌기를 (바라다)

καταγηρασαίσθην

(그 둘은) 늙어졌기를 (바라다)

복수 καταγηρασαίμεθα

(우리는) 늙어졌기를 (바라다)

καταγηράσαισθε

(너희는) 늙어졌기를 (바라다)

καταγηράσαιντο

(그들은) 늙어졌기를 (바라다)

명령법단수 καταγήρασαι

(너는) 늙어졌어라

καταγηρασάσθω

(그는) 늙어졌어라

쌍수 καταγηράσασθον

(너희 둘은) 늙어졌어라

καταγηρασάσθων

(그 둘은) 늙어졌어라

복수 καταγηράσασθε

(너희는) 늙어졌어라

καταγηρασάσθων

(그들은) 늙어졌어라

부정사 καταγηράσεσθαι

늙어졌는 것

분사 남성여성중성
καταγηρασαμενος

καταγηρασαμενου

καταγηρασαμενη

καταγηρασαμενης

καταγηρασαμενον

καταγηρασαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 늙다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION